Share

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

Κώστα Τσιαντή- Δημήτρης Γληνός

  
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΛΗΝΟΣ: Δημιουργικός ιστορισμός και  μετουσίωση αξιών στην παιδεία


Του Κώστα Τσιαντή[1]


 α) Γενικά          
Ο Δημήτρης Γληνός (1882-1943) γεννήθηκε στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Αφού ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας απ' την οποία απεφοίτησε το 1905. Μετά από τρία χρόνια επαγγελματική εμπειρία (1905-1908) πηγαίνει στη Γερμανία (Jena και Λειψία) όπου σπουδάζει για τρία χρόνια Παιδαγωγική, Ψυχολογία, Φιλοσοφία και Κοινωνιολογία κοντά στους R. Eucken και W. Wundt[2].
      Με την επιστροφή του από τη Γερμανία (1911) διορίζεται καθηγητής στο Αρσάκειο και στη συνέχεια αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Διδασκαλείου Μέσης Εκπαίδευσης (1912-1916).
      Το 1913 ως συντάκτης των εκπαιδευτικών νομοσχεδίων που προωθεί ο Υπουργός Παιδείας Ι. Τσιριμώκος, αναλαμβάνει την υπεράσπιση των νομοσχεδίων έχοντας ως αντίπαλό του τον Νικόλαο Εξαρχόπουλο. 'Όλη του αυτή η δραστηριότητα θα παρουσιαστεί αργότερα στο βιβλίο του ‘’Ένας άταφος νεκρός" (1925), στο οποίο συνοψίζονται οι βασικές του ιδέες για την μεταρρύθμιση στην παιδεία[3].  Διατελεί Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας (1917-1920), καθηγητής των παιδαγωγικών στην Ανωτέρα Γυναικεία Σχολή (1921) και καθηγητής στην Παιδαγωγική Ακαδημία (1924).
         Γληνός, Δελμούζος και Τριανταφυλλίδης αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του "Εκπαιδευτικού Ομίλου"[4]  από το 1912 μέχρι τη διάσπασή του το 1927 σε δύο αντιμαχόμενες ομάδες: τη συντηρητική (Δελμούζος-Τριανταφυλλίδης) και τη ριζοσπαστική (Γληνός). Μετά τη διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου ο Γληνός προσχωρεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, γίνεται υπαρχηγός του κόμματος και εκλέγεται βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου (1936)[5].  Μετά τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου (1936) εξορίζεται αρχικά στην Ανάφη και μετά φυλακίζεται στην Ακροναυπλία. Αργότερα απομονώνεται στη Σαντορίνη, χωρίς να επιτρέπεται σε κανέναν να τον πλησιάζει. Το 1940 δημοσιεύεται η εργασία του "Εισαγωγή στο Σοφιστή του Πλάτωνα"[6], που το πρώτο της κεφάλαιο αφορά τη θέση των ανθρωπιστικών σπουδών στη Σύγχρονη Ελλάδα.       

 β) Η έννοια του ιστορισμού          
 Η βασική έννοια στην οποία στηρίζεται η φιλοσοφία του Γληνού για την παιδεία είναι εκείνη του ιστορισμού. "Οι ρίζες της νεοελληνικής ζωής", γράφει ο Γληνός, "είναι ριγμένες σ' ένα παρελθόν μοναδικό στον κόσμο. Αν για κάθε λαό η σχέση του με τα περασμένα έχη εξαιρετική σημασία, για την Ελλάδα δεν είναι νοητή σταδιοδρομία μέσα στο σύγχρονο πολιτισμό, αν η ζωή μας δεν ανθίση επάνω στο χώμα, που κρατεί τις ρίζες της. Πώς θα γίνει γόνιμο το παρελθόν για μας; Το κεντρικό πρόβλημα της νεοελληνικής ζωής είναι τούτο"[7].
      Ο Γληνός διακρίνει δύο  μορφές ιστορισμού: τον άγονο ιστορισμό ως "αυτούσια μεταφορά και μίμηση αξιών", και τον δημιουργικό ιστορισμό ως "μετουσίωση αξιών". Το κριτήριο για τη διάκριση αυτή είναι "η διαφορά των όρων, με τους οποίους γίνεται η στροφή προς τα περασμένα"[8], που σημαίνει, με ποιούς "υποκειμενικούς όρους" διαμορφώνεται κάθε φορά η σχέση μας  "απέναντι στο παρόν"[9].  'Όπως γράφει: ‘’«Το παρελθόν είναι καλό, αλλά εμείς βοηθούμενοι απ' αυτό και παίρνοντας ό,τι μπορούμε θέλομε να δημιουργήσουμε κάτι καλύτερο, κάτι δικό μας, βγαλμένο από το σημερινό είναι μας, από το εγώ μας». Αυτή είναι η θέση του δημιουργικού ιστορισμού. «Το παρελθόν είναι το απόλυτα καλό. Δεν έχομε να κάνωμε τίποτε άλλο παρά να φτάσωμε σε κείνο, να το μιμηθούμε. Το παρόν μας είναι ελεεινό και ανάξιο προσοχής, δημιούργημα ξεπεσμού». Αυτή είναι η θέση του άγονου ιστορισμού. Μόνο ένα δυνατό εγώ, στηριγμένο σε αυτεπίγνωση και αυτοπεποίθηση μπορεί να γνωρίση το παρελθόν και να ζητήση σ' αυτό τα γόνιμα και χρήσιμα σπέρματα, γιατί και αυτή η κατανόηση του παρελθόντος προϋποθέτει επίγνωση του παρόντος και ορμή δημιουργική. Γιατί αλλιώς λείπει και αυτό το μέτρο για να κριθούν τα περασμένα. 'Όλα θεωρούνται καλά° ακόμη και τα τιποτένια και τ' ασήμαντα και τα κακά". Και συνεχίζει ο Γληνός: "Το τί αξίζει από το παρελθόν κρίνεται πάντα στις δημιουργικές εποχές από το τί ήθελε το παρόν. Οι δημιουργικές εποχές δεν παίρνουν το κάθε τι από τα περασμένα. Εκείνο μόνο βλέπουν, εκείνο αισθάνονται, εκείνο εκτιμούν κι εκείνο αφομοιώνουν, που τους κάνουν ικανούς να ιδούν, να αισθανθούν, να εκτιμήσουν και ν' αφομοιώσουν οι ανάγκες του παρόντος. Πάντα το παρελθόν ιδώθηκε μέσα από το πρίσμα του παρόντος"[10]. Κατά συνέπεια:  "Η σχέση μας με το παρόν, η επίγνωσή του, η πεποίθησή του, είναι ο σημαντικότερος όρος που γεννά τη διαφορά ανάμεσα στον άγονο ιστορισμό και τον δημιουργικό ιστορισμό. Η ίδια σχέση είναι που γεννά και τη διαφορά ανάμεσα στον απόλυτο αυτοχθονισμό (αρχαιομανία) και στην τυφλή ξενομανία. Αυτεπίγνωση και αυτοπεποίθηση ατομική, αυτεπίγνωση και αυτοπεποίθηση εθνική, υψηλή συνείδηση του εγώ και δύναμη που πηγάζει απ' αυτά, ειλικρίνεια, πόθος του νέου, και ορμή δημιουργική, είναι οι όροι, που γεννούν τον γόνιμο ιστορισμό.  Καταφρόνηση της πραγματικότητας, απομάκρυνση απ' αυτή, αρχοντοχωριατιά και ψεύτισμα του αληθινού εγώ, ιδεολογία οπισθοδρομική, προσκόλληση σε ξένες αξίες αυτούσιες, συνοδευμένη μ' ένα τυφλό και άκριτο θαυμασμό γι' αυταπάτη δημιουργική είναι οι όροι που δημιουργούν το στείρο και νοσηρό ιστορισμό"[11].       
 Ποιά είναι σήμερα η πραγματικότητα στον τόπο μας σε σχέση με τους παραπάνω όρους; Ο Γληνός επισημαίνει:   "Η Ελλάδα κυμαίνεται και κλονίζεται δυστυχώς μέσα σε δύο ακρότητες, την τυφλή ξενομανία από τη μια και τον απόλυτο αυτοχθονισμό από την άλλη. 'Η αντιγράφουμε στα τυφλά τους ξένους ή προσκολλιόμαστε σαν όστρακα στα πάτρια ή δήθεν πάτρια. Δε δημιουργούμε από εσωτερική αναγκαιότητα και με αυθόρμητη πρωτοτυπία σύμφωνα με το αληθινό μας εγώ και με τους αντικειμενικούς όρους της ζωής μας. [..]. Κατά τη θεωρία εκείνη του αυτοχθονισμού η Ελλάδα αποτελεί κάτι ξεχωριστό, έξω από τους νόμους που διέπουν τις άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες, είναι ένας οργανισμός, που μπορεί να βαδίζη το δικό του δρόμο, να στέκεται εκεί που οι άλλοι προχωρούν, να διατηρή μορφές, που στις άλλες κοινωνίες γέρασαν, εκφυλίστηκαν και χάθηκαν ή και ν' ανασταίνη ακόμη κόσμους πεθαμένους. Δεν είναι τόσο θεωρία θετική όσο αρνητική. Είναι άρνηση του ευρωπαϊσμού, άρνηση του σύγχρονου πνεύματος. Είναι μια συντηρητικότητα, που προκαλύπτεται με τον ελληνοκεντρισμό, όπως η χελώνα με το καβούκι της. Είναι μια ψυχική νάρκη και μια μοιρολατρεία υψωμένη σε θεωρία. Είναι ακριβώς ένας ανατολισμός με την κακή σημασία, φανέρωμα δηλαδή ναρκωμένων μοιρολατρικών ψυχικών καταστάσεων, αόριστη νοσταλγία χαμένων αγαθών...Στο θετικό της μέρος η θεωρία αυτή είναι δικαιολογημένη ως ένα βαθμό, όσο υποστηρίζει πως πρέπει να διατηρηθεί η ιδιοτυπία η ελληνική στα δημιουργήματα του νεωτέρου μας πολιτισμού"[12]. 'Όμως η θεωρία αυτή "δεν μας έδωσε ως τώρα ούτε ένα πραγματικό δημιούργημα". Και τί έγινε και τί γίνεται στην πραγματικότητα; Ιδού πως απαντά ο Γληνός: "Η Ελλάδα δεν αποτελεί φυσικά κανενός είδους εξαίρεση στους οικονομικούς ή τους κοινωνικούς νόμους που κυριαρχούν σ' όλες τις σύγχρονες κοινωνίες. Η καθυστέρηση δεν είναι εξαίρεση. Είναι απλούστατα κατώτερος βαθμός ζωτικότητας. Ζούμε μέσα στο αστικό, στο κεφαλαιοκρατικό καθεστώς και παρουσιάζουμε όλα τα γνωρίσματα και τα συμπτώματά του και τα καλά και τα κακά...Σ' ένα μόνο σημείο παρουσιάζουμε φανερώτατη, εξαιρετική καθυστέρηση. Στην πνευματική σύλληψη, στη διανοητική επεξεργασία των δεδομένων της ζωής μας και στην καθοδήγηση της κοινωνίας από τους διανοουμένους της. Πραγματική στέρηση και στείρωση και φτώχεια από επιστημονική και φιλοσοφική ενατένιση και ρύθμιση της ζωής μας. Εδώ υπάρχει το μεγαλύτερο χάσμα. Μεταφέρουμε, όπου το μεταφέρουμε, απλώς το γράμμα της ευρωπαϊκής επιστήμης, το σκελετώδικο περιεχόμενο, μας ξεφεύγει η σκέψη, ο ζωτικός χυμός...Το ρεύμα της ξένης ζωής εισβάλλει ορμητικό, ασυγκράτητο, ανεξέλεγκτο και αρρύθμιστο και η Ελληνική κοινωνία παρουσιάζει πραγματικά το φαινόμενο τυφλής και αλόγιστης ξενομανίας, τα οικτρά συμπτώματα καθαρώτατου πιθικισμού πέρα για πέρα (ακόμη και ο αρχαϊσμός, η προγονοπληξία, ο ψευτοκλασικισμός είναι μια μορφή αυτού του πιθηκισμού). Αυτό είναι το θεμελιώδες έγκλημα των διανοητικών αρχηγών απέναντι του λαού αυτού, προικισμένου μόλα ταύτα από τη φύση με κάποια εξαιρετικά χαρίσματα..."[13].     

 γ) Η έννοια του δημοτικισμού    
                  Από την έννοια του ιστορισμού, που "είναι γενική και εφαρμόζεται σ' όλα τα φανερώματα της κοινωνικής ζωής", ο Γληνός περνά στο δημοτικισμό[14]. Δημοτικισμός  δεν σημαίνει όμως μόνο γλωσσικό ζήτημα. Ο δημοτικισμός δεν είναι  μόνο ένα κίνημα μορφολογικό, που περιορίζεται στην τυπική αλλαγή της μορφής της γλώσσας-της καθαρεύουσας. "Η αλλαγή της φόρμας σημαίνει κάτι πολύ βαθύτερο". Σημαίνει "αλλαγή της ψυχής"[15], "αλλαγή της ουσίας"[16], "νέα ψυχική σύσταση",  "νέα ψυχική θέση", "αλλαγή ψυχικής προσαρμογής" στο παρόν[17].  Και η  αλλαγή αυτή περιλαμβάνει τρία θεμελιώδη ζητήματα που αντιστοιχούν στα τρία στάδια του δημοτικισμού: (1) το φιλολογικό, στο οποίο ζητούμενο είναι "η αναγέννηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας και γενικότερα της πνευματικής μας ζωής με την αλλαγή προ πάντων της γλώσσας"[18], (2) το εκπαιδευτικό, όπου "πρέπει η νέα ψυχική σύσταση να περάση στην ψυχή όλου του έθνους" μέσα από "την εκπαιδευτική αναγέννηση"[19], και (3) το εθνικοκοινωνικό, "με ιδανικό σκοπό την καθολικήν ανάπλαση της ελληνικής ζωής, εθνικής και κοινωνικής"[20]. Δυστυχώς η ελληνική αστική τάξη δεν συμμερίζεται τους στόχους του δημοτικισμού. Αντίθετα: "Ο δημοτικισμός, που σημαίνει επανάσταση ενάντια στην τυφλή μιμητικότητα, που σημαίνει την αυτοαναγνώριση του λαού και στροφή προς το παρόν και το μέλλον, που σημαίνει αλήθεια και ειλικρίνεια, ζωντάνια πνευματική και ζωντάνια ηθική και δημιουργική διάθεση, περιφρονήθηκε και περιφρονιέται ακόμη από την άρχουσα τάξη. Δεν αναγνωρίζεται ως σήμερα παρά μόνο από λίγους και από τη στενή μορφική του πλευρά, δηλαδή στη γλώσσα της λογοτεχνίας. Μα και οι ίδιοι οι λογοτέχνες ή τουλάχιστο πολλοί απ' αυτούς δεν καταλαβαίνουν το δημοτικισμό στη βαθύτερη σημασία του. Και η άρχουσα τάξη αφήνοντας επίτηδες να συγχέεται σήμερα ο δημοτικισμός με τον κομμουνισμό δείχνει σα να ζητή πρόφαση για να ξετινάξη από πάνω της το μόνο κίνημα ζωντάνιας, που παρουσιάστηκε στην Ελλάδα"[21].
      Στη βάση ενός τέτοιου δημοτικισμού- δημοτικισμού που αποτελεί άμεση έκφραση του δημιουργικού ιστορισμού-, μπορούμε να κατανοήσουμε και τις θέσεις του Γληνού πάνω τη  συζήτηση που ξεκίνησε στον  καιρό του με θέμα τις διάφορες "κρίσεις".  Μιλάνε, γράφει ο Γληνός,   για κρίση οικονομική, κρίση πολιτική, κρίση ηθική.  Αλλά το ζήτημα είναι το πώς κατανοούν αυτές τις κρίσεις.  "'Ετσι π.χ. οικονομική κρίση βλέπουν μερικοί στο γεγονός, ότι λίγοι έμποροι δυσκολεύτηκαν στις πληρωμές τους και άλλοι δεν έχουν περισσέματα τόσο άνετα όσο πριν από λίγο καιρό. Και γι' αυτό προτείνουν για μέσο θεραπείας να καταργηθούν μερικοί ενοχλητικοί φόροι για το κεφάλαιο. Ενώ το πρόβλημα της εθνικής οικονομίας, της ικανότητας δηλαδή του ελληνικού λαού να εκμεταλλεύεται εντατικά τη χώρα του, να χρησιμοποιή τη θέση της, να επεξεργάζεται τις πρώτες ύλες, είναι πρόβλημα κοινωνικής οργάνωσης. Και ακόμη είναι πρόβλημα εργασίας και διάθεσης δημιουργικής. Σχετίζεται με την ικανότητά μας να χρησιμοποιούμε τα δεδομένα της επιστήμης και με την καλλιέργεια των ψυχικών ικανοτήτων του λαού. Είναι δηλαδή στο βάθος και πρόβλημα παιδείας"[22]. Συνεχίζει ο Γληνός: "Πολιτειακή κρίση βλέπουν στο γεγονός, ότι μαλώνουμε αν ο ανεύθυνος άρχοντας θα είναι ισόβιος και κληρονομικός ή αιρετός, ή βλέπουν την πολιτειακή κρίση μόνο στη στρατοκρατία και στη διχτατορία... Και κανείς δε στρέφεται εκεί, που είναι η ρίζα του κακού. Προς την πολιτική δηλαδή αμορφωσιά μας...Και κανείς ούτε κόμμα πολιτικό, ούτε πολιτικός αρχηγός, ούτε διανοούμενος, ούτε σωματειακή οργάνωση δεν εργάζεται για την αληθινή πολιτική αγωγή του λαού"[23]. Και τέλος: "Ηθική κρίση βλέπουν στο γεγονός, ότι μερικοί που περνούσαν πριν για καθώς πρέπει κύριοι, δέχτηκαν να υπηρετήσουν το διχτάτορα τραβηγμένοι από τη λάμψη ενός υπουργικού τίτλου ή ενός παράσημου... Πάρα πολύ λίγοι όμως στοχάζονται, πως η ηθική κρίση είναι φαινόμενο καθολικώτατο της ζωής μας, φαινόμενο ενδημικό και όχι πρωτόφαντο, φαινόμενο, που από το 1821 ως τώρα πότε εντονώτερα, πότε μαλακώτερα δέρνει την ελληνική κοινωνία. Αυτό που οι περισσότεροι ονομάζουν ατομικισμό του 'Ελληνα, είναι η έλλειψη κοινωνικής ηθικής αντίληψης, υποταγής του στενού ατομικού εγώ στο κοινωνικό ή εθνικό εγώ"[24].

δ) Η ευθύνη της άρχουσας τάξης και της διανόησης
      Ποιός φέρνει την ευθύνη για την κρίση; H ευθύνη βέβαια δεν ανήκει αόριστα στην κοινωνία. Ανήκει στην κατώτερη ποιότητα της ελληνικής αστικής τάξης, που κυβερνά τον ελληνικό λαό από το 1821 ως σήμερα. "Και δεν εννοώ φυσικά  μόνο τους πολιτικούς° εννοώ", συνεχίζει ο Γληνός, "ολόκληρη την ψυχοσύσταση, τη  νοοτροπία, τον  ιδεολογικό  κόσμο  και  τις  ηθικές   ροπές  της άρχουσας τάξης"[25]. Κι' αυτό για ποιο λόγο; Επειδή, απαντά: "Η τάξη που άρχει και διευθύνει είναι ο κύριος φορέας του πολιτισμού, ενός λαού. Και την πιό ξεχωριστή και υπεύθυνη θέση στην ενέργεια αυτή κατέχει φυσικά ο διανoούμενος κόσμος. Οι πολιτικοί άρχοντες, οι δημόσιοι λειτουργοί, ο κλήρος, οι επιστήμονες, οι δάσκαλοι, οι λόγιοι, οι καλλιτέχνες, αυτό που λένε αλλού η *ιντελλιγκένσια*"[26]. Και η ελληνική άρχουσα τάξη έδειξε ολοφάνερη ανεπάρκεια σε όλα τα σημαντικά προβλήματα που είχε να λύσει. "Παρατηρήστε λοιπόν τι έγινε στην Ελλάδα", γράφει ο Γληνός. "Οι πνευματικοί *ηγήτορες* του Ελληνικού λαού μετά την πολιτική του απελευθέρωση στάθηκαν ανίκανοι να συλλάβουν στην ουσία του και στο βάθος του το πρόβλημα του νεοελληνικού πολιτισμού. Δεν υψώθηκαν στο νόημα μιανής αναγεννημένης, σύγχρονης, ζωντανής Ελλάδας. Πρώτα πρώτα περιφρόνησαν την αληθινή και ζωντανή Ελλάδα θεωρώντας όλα τα στοιχεία ζωής του λαού της για προϊόντα δουλείας. Ξιππάζονται σαν αρχοντοχωριάτες και χάσκουν θαμπωμένοι μπροστά στην κλασική αρχαιότητα. Ανίκανοι όμως να μπούν και στο βάθος του αρχαίου πολιτισμού, νομίζουν, πως θα την ξαναζωντανέψουν, αν μιμηθούν κάποιες εξωτερικές μορφές. Το ίδιο όμως ανίκανοι στάθηκαν να κατανοήσουν το σύγχρονο πολιτισμένο κόσμο. Τους σκέπασε το κύμα της εξωτερικής μίμησης του Ευρωπαϊκού κόσμου. Τυφλοί και μπροστά στους αρχαίους, τυφλοί και μπροστά στους Ευρωπαίους, με μια κούφια οίηση, με μια κενόδοξη αυταρέσκεια έγιναν χωρίς να το καταλάβουν αρλεκίνοι των αρχαίων και αρλεκίνοι των Ευρωπαίων. Αυτή η καταφρόνεση του δικού μας ζωντανού εγώ, αυτός ο ανόητος και εξωτερικός όλως διόλου θαυμασμός των αρχαίων και η τυφλή αντιγραφή των Ευρωπαίων, χαρακτηριστικά κατώτερης διανοητικότητας, κυριαρχούν σε όλα τα φανερώματα της νεοελληνικής ζωής, επιστήμη, τέχνη παιδεία, θεσμούς και δίνουν στον Ελληνικό πολιτισμό του τελευταίου αιώνα χαρακτήρα καθαρά μιμητικό"[27].         

ε) Οι πόλοι της παιδείας και η εναρμόνισή τους     
Δύο είναι οι  πόλοι κάθε παιδείας, σύμφωνα με  τον Γληνό. "Από τη μια μεριά το ιδανικό του ανθρώπου που θέλουμε να πλάσωμε [ιδεώδες, ιδανικό ανθρώπινης ζωής], από την άλλη μεριά η ψυχή του παιδιού, που θα πλαστουργηθή"[28].  "Ουσιαστική προϋπόθεση" όμως και για τον ένα και για τον άλλο πόλο είναι "η ζωντάνια". "Το πρώτο, το ιδανικό, πρέπει νάχη τις ρίζες του στη ζωή και να προεκβάλλεται σα μια κορυφή κυπαρισσιού ή έλατου, που τραβάει στο άπειρο με μιαν ιδεατή γραμμή πέραν από  την ορατή του κορφή. 'Οσο βαθύτερες και πλατύτερες οι ρίζες του στο χώμα, τόσο ψηλότερο, πιό τιναχτό, πιό στέρεο το πέταγμα στα ύψη...[29].  Το δεύτερο, η ψυχή του παιδιού, πρέπει να είναι ζωντανή και η παιδεία να δυναμώνει τη ζωντάνια της: "Αυτενέργεια ή ενεργητικότητα, άσκηση και δράση, δημιουργικότητα, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, με το ένα ή το άλλο όνομα παρουσιάζονται πάντα σαν υπέρτατη απαίτηση για τη σωστή παιδεία"[30].
     Όμως, παρατηρεί ο Γληνός, "την παιδεία τη θέλουν όλοι δική τους, γιατί θέλουν το παιδί δικό τους. Και όλοι έχουν ένα ιδανικό για το παιδί. Το ιδανικό της δικής τους ζωής. Άλλοι να κρατήσουν και για το παιδί τους, όσα οι ίδιοι απόλαυσαν και κάτι παραπάνω. Άλλοι να ιδούν το παιδί τους εκεί, που δεν είδαν τον εαυτό τους. Τα παιδιά, οι μελλούμενοι άνθρωποι ιδανική προέκταση του εαυτού τους"[31]. Μα πού η παιδεία, ως κοινωνική λειτουργία, θα βρει την ενότητα του ιδανικού της; Αγώνας γίνεται πάνω  στο σημείο αυτό.  "Της παιδείας ο καθορισμός δυναμικός", θα πει ο Γληνός,  αφού "όπου ενέργεια ζωντανών δυνάμεων εκεί και κυματισμός, πάλη και παλμός, μετάπτωση της συνισταμένης, ορμές για δημιουργία νέας συνισταμένης"[32].
      Σύμφωνα με τον  Γληνό οι παράγοντες που υπεισέρχονται στη διαμόρφωση του ιδεώδους της παιδείας είναι τρεις: η κυρίαρχη εξουσία, τα κοινωνικά αιτήματα και οι εθνικές ανάγκες. Γράφει σχετικά: (1) "Τα ιδανικά, που κάθε φορά επικρατούν στην παιδεία ενός λαού, είναι τα ιδανικά των δυνατών, που κατέχουν και διακυβερνούν ταγαθά και θέλουν όλες οι κοινωνικές λειτουργίες να προσαρμόζωνται στα συμφέροντά τους... Αυτό  είναι ένας γενικός κανόνας χωρίς όμως να είναι και μια απόλυτα σταθερή μορφή. Γιατί με την αδιάκοπη κίνηση και τον κοινωνικό αναβρασμό στους ζωντανούς λαούς, οι δυσαρέσκειες και οι πόθοι εκείνων, που διψούν για δύναμη και για αγαθά υλικά και πνευματικά, προβάλλονται σαν ιδανικά νέων κοινωνικών καταστάσεων και εκφρασμένα από τη φιλοσοφία, την τέχνη, την επιστήμη, το λόγο γίνονται ψυχοκίνητρα για μια νέα δυναμική ισορροπία. Και τότε γίνεται αγώνας γύρω στην παιδεία και η νέα κατάσταση τις περισσότερες φορές εκφράζεται έξω και σε αντίθεση με το κράτος και την επίσημη παιδεία του...  Κάποτε σπανιώτερα καταχτάει προληπτικά, σαν προοδευτική κίνηση, τις κρατικές λειτουργίες ή εφήμερα ή και οριστικώτερα, όσο είναι παράλληλο το δυναμικό ανέβασμα των συμφερόντων που εκφράζονται με αυτά τα ιδανικά. Καμιά φορά μάλιστα οι λεγόμενοι προοδευτικοί ή φωτισμένοι κυβερνήτες ή κάποιοι ουτοπιστές...ενεργούν με μια φανερή αντίθεση προς τα συμφέροντα που εκφράζει το κράτος τους. 'Ετσι λ.χ. παρουσιάστηκαν απολυταρχικοί κυβερνήτες που έφεραν την καθολική υποχρεωτική παιδεία στο λαό τους, έκαμαν δηλαδή μια καθαρή δημοκρατική ενέργεια..."[33]. (2) Αν δεχτούμε την εξαίρεση από τον παραπάνω γενικό κανόνα,  δηλαδή την ανάγκη "να γίνεται συστηματικά η παιδεία όργανο μιας προοδευτικής εξέλιξης,... να εμπνέεται από τα προοδευτικότερα ιδανικά που σε κάθε καιρό αγωνίζονται για επικράτηση" και να γίνεται τελικά "όργανο επανάστασης", τότε μπορούμε αυτή την  εξαίρεση να τη αποκαλέσουμε σαν "ένα αίτημα προοδευτικής τάσης στην παιδεία". Ο Γληνός διασαφηνίζει στο σημείο αυτό τι εννοεί: "Προοδευτικώτερο είναι το ιδανικό της παιδείας, που υψώνει όσο το δυνατό περισσότερα άτομα μέσα σένα λαό στην ικανότητα ν' αναπτύξουν πλέρια (δηλ. δυνατά, μεστά και ωραία) και αρμονικά με την ύπαρξη της ολότητας των ανθρώπων (δηλ. ηθικά) το εγώ των, και που υψώνει το σύνολο του λαού στην ικανότητα να διατηρή και να καλυτερεύη ολοένα τους όρους που απαιτούνται για το πρώτο [το προοδευτικώτρο ιδανικό] και να δημιουργή σταθερά ολοένα ανώτερες αξίες ή αγαθά του πολιτισμού,  δηλαδή αντικειμενικά αποτελέσματα και στηρίγματα, αφετηρίες και περιεχόμενο και ιδανικές κατευθύνσεις για κείνη την ανάπτυξη"[34]. (3) Ο τρίτος παράγοντας, φέρνει στο προσκήνιο την περίπτωση που "η κατάσταση ενός λαού καθορίζεται εντονώτερα απότι είναι το κανονικό από εξωτερικά αίτια, από τη σχέση του προς ένα ή πολλούς άλλους λαούς". Στην περίπτωση αυτή, "ο  ξένος καταχτητής ή ο απειλητικός γείτονας που θέλει να γίνει καταχτητής, γίνεται πιά εσωτερικός παράγοντας στην  εξέλιξη ενός λαού",  έχουμε τότε μια υπερτροφία εθνικών ιδεών στην παιδεία[35].
      Με βάση τα παραπάνω  ο Γληνός συνοψίζει την άποψή του για τον  ένα πόλο της παιδείας (το ιδανικό) ως εξής: "Ο πρώτος λοιπόν γενικός κανόνας της παιδείας είναι να κορυφώνη και να υποτάζη όλη της την ενέργεια σένα καθολικό και περιεκτικό ιδανικό, προσαρμοσμένο στους όρους του λαού, του καιρού και του τόπου, το πιό δυνατό, το πιό ζωντανό, το πιό ικανό να υψώση την πραγματικότητα, βγαίνοντας μέσα απ' αυτήν σαν μια προέκτασή της προς το καλύτερο, όπως το έλατο, προέκταση της γης προς τον ουρανό"[36].
      Ο δεύτερος πόλος της παιδείας είναι η ψυχή του παιδιού, του παιδιού που θα πλαστή ή καλύτερα που θανοίξη σα λουλούδι και θα καρπίσει[37].  "Υπάρχει ψυχή του παιδιού, πρόσεξέ την, μελέτησέ την, προσαρμόσου στους νόμους της, υποβοήθησέ την στο οργανικό της ξετύλιγμα"[38], συμβουλεύει ο Γληνός.   
      Κάποτε την πλαστικότητα της ψυχής του παιδιού τη "θεωρούσαν άπειρη και απεριόριστη ή το αντίθετο, από πριν καθωρισμένη στην ποιότητά της"[39],. Σήμερα όμως τονίζει ο Γληνός  υπερέχουμε  στο σημείο αυτό με την "την ολοένα πιό απροκατάληπτη, ολοένα πιό σοβαρή, ολοένα πιό αντικειμενική, ολοένα πιό στοργική και ακούραστη και πολυμερέστερη έρευνα της ψυχής του παιδιού"[40]. Σήμερα προσπαθούμε "να δούμε το παιδί με αγάπη απέραντη". Σήμερα γνωρίζουμε ότι "το παιδί δε μπορεί να γίνει ό,τι δήποτε θέλομε". Σήμερα αναγνωρίζουμε την έντονη παρουσία της ιδιοσυγκρασίας σε κάθε παιδί: "Το παιδί είναι μια οργανική πραγματικότητα, που φέρνει μαζί της και τους νόμους και τις δυνατότητες και τις κατευθυντήριες γραμμές του ξετυλιγμού της. Η πραγματικότητα αυτή κυβερνιέται πρώτα πρώτα από τους βιολογικούς νόμους της ανθρώπινης εξέλιξης. Η ψυχική ζωή έχει τη δική της ιδιότυπη εξέλιξη, όπως η σωματική. Μερικοί από τους νόμους της εξέλιξης αυτής είναι πολύ γενικοί και κοινοί σε όλους τους ανθρώπου, άλλοι πάλι παραλλάσουν κατά τη φυλή, τον τόπο και τις συνθήκες ζωής. Και πάλι μερικοί τύποι ψυχών έχουν δική τους ξεχωριστή μορφή, είναι παραλλαγές ψυχικές με ιδιαίτερους νόμους ξετυλιγμού και τέλος και κάθε άτομο έχει τη δική του ψυχοσύνθεση, που δεν ταυτίζεται απόλυτα με μιαν άλλη, όπως κανένα οργανικό πλάσμα δε μοιάζει απόλυτα με ένα άλλο"[41].
      Κατά την επαφή του νεογέννητου παιδιού με τον εξωτερικό κόσμο και τους ανθρώπους, η ψυχή του αρχίζει να δέχεται ένα ορισμένο περιεχόμενο. "Το περιεχόμενο αυτό, τα επακτά στοιχεία, που με υποβολή, μίμηση, επανάληψη, άσκηση, επιβολή, έξη, γίνονται ψυχοκινητικά κέντρα, σφιχτοδένονται με τις ψυχικές λειτουργίες απάνω στην εξέλιξή των και ζυμώνονται με την ψυχή του παιδιού, αποτελούν το προζύμι για κάθε μελλοντικό αναβρασμό"[42].  Σε κάθε στιγμή της ζωής του η ψυχή του παιδιού παρουσιάζει έτσι "μια καθορισμένη διπλοσύστατη πραγματικότητα, δηλαδή από τη μια μεριά την κληρονομημένη οργανική του σωματική και ψυχική δυναμικότητα, από την άλλη μεριά το περιεχόμενο, που δόθηκε στις ψυχικές του λειτουργίες από το γύρω του κόσμο ως τότε"[43].  Από την αλήθεια αυτή, γράφει ο Γληνός, βγαίνει ένας κανόνας για την παιδεία: "Η παιδεία δε μπορεί να είναι αυθαίρετη διάπλαση από οιεσδήποτε εξωτερικές επιδράσεις. Το αληθινό είναι του ανθρώπου διαμορφώνεται από ένα εσωτερικό ξετύλιγμα, από μιαν οργανική ανάπτυξη δυνάμεων με το προζύμι του πρώτου ψυχοκινητικού περιεχόμενου, των επακτών στοιχείων και εξωτερικών επιδράσεων στα πρώτα χρόνια της ζωής...Το παιδί είναι ένα φυτό, που θα υψωθή, θανθίση και θα καρπίση και έχει μέσα του δυνάμεις τις κύριες μελλοντικές του μορφές. Οι μορφές από μέσα θα βγούν: Μέσα στο παιδί υπάρχει η βασική δυναμικότητα, η γενική ορμή και οι κύριες κατευθύνσεις για το οργανικό του ξετύλιγμα"[44].
      Από τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα ότι: "Η παιδεία, η συστηματική δηλαδή αγωγή, είναι υποβοήθηση...Η αγωγή δεν πρέπει να νοηθεί από τα έξω προς τα μέσα, όχι επαγωγή, αλλά από τα μέσα προς τα έξω και τα επάνω, εξαγωγή να πούμε και αναγωγή...Η παιδεία δεν μπορεί να παραγνωρίζη το δεδομένο, την ψυχική πραγματικότητα, ούτε να την βιάζη, πρέπει να εναρμονίζη την ενέργειά της μαυτήν. Η παιδεία πρέπει να είναι προσφορά κατάλληλων ερεθισμών. Η σοφία του συστήματος των ερεθισμών είναι η προσαρμογή του στα δεδομένα της ψυχικής πραγματικότητας"[45].
      "Πώς τώρα μπορεί να νοηθεί και να πραγματωθεί από τη μια μεριά υποταγή της παιδαγωγικής ενέργειας σένα εξωτερικό ιδανικό και από την άλλη μεριά υποταγή και προσαρμογή στους νόμος της ψυχικής εξέλιξης του παιδιού; Εδώ είναι το βασικό πρόβλημα της παιδείας!"[46],  τονίζει ο Γληνός˙ και συνεχίζει: "Κάθε  μορφή παιδείας είναι ένας τρόπος προσαρμογής των δύο αυτών όρων και κάθε είδος παιδείας είναι ένας καλός ή κακός τρόπος, που λύεται το βασικό αυτό πρόβλημα"[47]. 'Ενας κακός τρόπος επίλυσης του προβλήματος αυτού σ' έναν δεδομένο καιρό και τόπο, μπορεί να συντρίψει την εκδίπλωση μιας έξοχης προσωπικότητας. Και "όχι μόνο το άτομο, μα ολόκληρες κατηγορίες ατόμων, φύλα, τάξεις κοινωνικές και έθνη ολόκληρα μπορεί να θυσιάζονται από τη σύγκρουση του υποκειμενικού και του αντικειμενικού παράγοντα, του ιδανικού και της ψυχικής των πραγματικότητας"[48]
      Σε ποιά στοιχεία μπορεί να στηριχτεί η εναρμόνιση του αντικειμενικού και του υποκειμενικού παράγοντα της παιδείας; Η ανάλυση όσον αφορά τον αντικειμενικό παράγοντα καταδείχνει ότι: (1) Το ιδανικό της παιδείας δεν πρέπει να είναι ειδολογικό αλλά ουσιαστικό, συγκεκριμένο, με θετικό περιεχόμενο. (2) Το ιδανικό της αγωγής δεν πρέπει να είναι καθαρή ιδέα χωρίς συναισθηματικό περιεχόμενο, (3) Το ιδανικό δεν πρέπει να είναι ανεδαφικό. Πρέπει να βγαίνει μέσα από τη ζωή σα μια προέκτασή της και να αγκαλιάζει "ολόκληρων ομάδων τις ανάγκες και να ικανοποιεί τους πόθους". (4) Το ιδανικό πρέπει να είναι μέσα σε τόπο και χρόνο. Όσον αφορά  τώρα στον υποκειμενικό παράγοντα, η ανάλυση δείχνει ότι: (1) Η ψυχή πρέπει να είναι ζωντανή και η παιδεία να δυναμώνει τη ζωντάνια της , και (2) Η ψυχή πρέπει να γίνει ενάρετη, να ασκηθεί στην αρετή[49]
        Πάνω σε ποιό έδαφος ενώνονται η ψυχή και το ιδανικό; Για ν' απαντήσει στο ερώτημα αυτό  ο Γληνός κάνει τη διάκριση ανάμεσα στην ψυχικότητα και στην ιδεώδη ψυχική ποιότητα ενός λαού. Γράφει: "Μέσα στην ιστορικά εξελιγμένη κοινωνία ενός ωρισμένου καιρού και τόπου, έχομε από τη μια μεριά τα αντικειμενικά δεδομένα όλης της μακρόχρονης συμβιωτικής ύπαρξής της, την προβολή της ψυχικότητας του λαού αυτού στον έξω κόσμο και στους όρους της συνυπαρξίας του, και από την άλλη μεριά την ιστορικά επίσης δημιουργημένη γενική ψυχική ποιότητα του λαού δημιούργημα της αρχέγονης φυλετικής ιδιοσυστασίας του και των αλλαγών, που έφεραν τα περιστατικά της ζωής του και γενικά η δράση του"[50]Η ενιαία ψυχική ποιότητα μιας πολιτισμένης κοινωνίας σε ωρισμένο καιρό και τόπο, είναι κάτι συγκεκριμένο θετικό και ουσιαστικό, αντικειμενοποιημένο  στη γλώσσα του, στα ήθη του και τα έθιμά του, στα τραγούδια του, στις παροιμίες του, στα παραμύθια του, στη θρησκεία του, στο δίκαιό του, στην τέχνη του, στη φιλοσοφία του, στην επιστήμη του ακόμη. Συνάμα για κάθε λαό, σε μια ορισμένη στιγμή της ζωής του,  υπάρχει και "μια εξιδανικευμένη ψυχική ποιότητα του εαυτού του". Την ποιότητα αυτήν αναζητάει στο παρελθόν του, στους ήρωες της φυλής του, και  στις μορφές των θεών του.  Αυτή είναι που "βρίσκει απήχηση σ' όλες τις ψυχές και τις συγκινεί βαθειά, εκεί μέσα είναι το κοινό ανυψωτικό όνειρο, το κοινό ιδανικό, θερμό, ζωντανό, ουσιαστικό, μορφοποιημένο ακόμα μέσα στους φυλετικούς ήρωες..."[51].   Από την αντικειμενοποιημένη σε όλα τα φανερώματα της ζωής ενιαία ψυχική ποιότητα ενός λαού "είναι παρμένα τα επακτά στοιχεία [σημ: τα έξωθεν κομιζόμενα] που από την πρώτη μέρα, που γεννιέται ο άνθρωπος του προσφέρονται από τον έξω κόσμο και ζυμώνονται με τις ψυχικές του λειτουργίες και αποτελούν το προζύμι για όλη του  την κατοπινή εξέλιξη". Όσον αφορά την ενότητα που πρέπει να επιφέρει η παιδεία ανάμεσα στην ψυχή του παιδιού και το εξωτερικό ιδανικό, η αλήθεια είναι ότι: "Τα επακτά στοιχεία, η γλώσσα, που μαθαίνει το μικρό και όλοι οι τρόποι και οι δεσμοί των εξωτερικών γεγονότων με την ψυχική του ζωή, ό,τι του γίνεται άσκηση και έξη από τη στιγμή που γεννιέται, είναι στοιχεία, που τον ενώνουν κατ' ευθείαν με τον ιδανικό σκοπό της αγωγής του, την εξύψωσή του δηλαδή προς την εξειδανικευμένη ψυχική ποιότητα του λαού του. Είναι η μόνη αληθινή και στέρεα γέφυρα της παιδείας, ο πιό σταθερός σύνδεσμος, ανάμεσα στην ατομική ψυχή και στο ιδανικό της παιδείας. Εκεί μέσα υπάρχει το εναρμονιστικό στοιχείο για τον υποκειμενικό και τον αντικειμενικό όρο της παιδείας"[52].
      Η φιλοσοφία της παιδείας του Γληνού συνοψίζεται κατά κάποιο τρόπο στη διακήρυξη της διοικητικής επιτροπής του "Εκπαιδευτικού Ομίλου", η οποία γράφτηκε από τον ίδιο[53] εκφράζοντας το σοσιαλιστικό δημοτικιστικό ρεύμα μέσα στον Όμιλο. Στη διακήρυξη αυτή  ο Γληνός διατυπώνει τις  αρχές για την παιδεία ως εξής: (1) Το ιδανικό της σωστής παιδείας μόνο σε μια σοσιαλιστικά οργανωμένη κοινωνία μπορεί να πραγματωθεί. (2) "Η παιδεία πρέπει να προπαρασκευάζει όλους τους πολίτες, αγόρια και κορίτσια, με απόλυτη, οργανικά εκφρασμένη, αμεροληψία και ισότητα και αντίστοιχα με τις φυσικές τους ικανότητες, για τη ζωή και με τη ζωή"[54].  (3) "Οι δύο κυριώτατες μορφές της σημερινής ζωής είναι ο τεχνικός και ο γεωργικός πολιτισμός, που και οι δύο γίνονται ολοένα τελειότεροι με τη βοήθεια των φυσικών και των οικονομικών επιστημών και της τεχνικής. Γι' αυτό κυριαρχική έννοια και ιδανικό της σύγχρονης παιδείας πρέπει να είναι η έννοια της δημιουργικής εργασίας". (4) Ιδανικός σκοπός της αγωγής  είναι "το να κάμη τον άνθρωπο ικανό και με βάση τη δημιουργική εργασία και την κοινωνική δικαιοσύνη να υψωθή μαζί με το κοινωνικό σύνολο προς την ελευθερία και τη χαρά της ζωής"[55]. (5) Το να εργαστούμε δημιουργικά και να ζήσουμε εντατικά μέσα στον πολιτισμένο κόσμο, επιδιώκοντας μιαν ενότητα ανθρώπινου πολιτισμού, πρέπει  να νικάει την τάση να υψώνουμε εμπόδια στην ενότητα αυτή ιδιότυπα εθνικά στοιχεία[56].
 Ανάμεσα στα διεκδικητικά αιτήματα για την ελληνική παιδεία ως πλέον σημαντικά στη διακήρυξη του σοσιαλιστικού δημοτικιστικού ρεύματος θεωρούνται τα εξής: (1) Να αυξηθούν σοβαρά οι δαπάνες για την δημόσια παιδεία. (2) Η Διοίκηση της Παιδείας να περάσει στα χέρια των δασκάλων και του λαού. Τόσο στα καθαυτό διοικητικά ζητήματα (φοίτηση, υποδομή, υλικά μέσα, βιβλία, υλικό διδασκαλίας, υποτροφίες κλπ.) αλλά και στα ζητήματα των προγραμμάτων, των διδαχτικών βιβλίων και όλου του οργανισμού της παιδείας πρέπει να εφαρμοστούν θεσμοί συνολικής αποκέντρωσης και αυτοδιοίκησης[57]. (3) "Να οργανωθεί υποχρεωτική μετεκπαίδευση και επαγγελματική εκπαίδευση όλων των ειδών. Να αναδιοργανωθεί η  Μέση Παιδεία και τα σχολεία της να γίνουν πολύμορφα, αντίστοιχα με τις ικανότητες των παιδιών και τις κοινωνικές λειτουργίες"[58].  (4) "Να μελετηθεί σοβαρά και να εισαχθεί σε όλα τα είδη Σχολειών η μέθοδος του σχολείου εργασίας και οι σχολικές κοινότητες, να ιδρυθούν πρότυπα σχολειά εργασίας και να γίνει κατάλληλη μετεκπαίδευση όλου του προσωπικού"[59]. (5) Να εξομοιωθούν και να διαβαθμιστούν ενιαία οι δάσκαλοι όλων των σχολείων. Και (6) "Να χτυπηθεί ριζικά η αγραμματωσύνη και αμορφωσιά του λαού. Γι' αυτό πρέπει να οργανωθεί πλατειά Λαϊκή Μετεκπαίδευση, γενική και επαγγελματική σε όλο το κράτος"[60].                    
 Η απλή μεθοδολογική μεταρρύθμιση δεν αρκεί, τονίζει ο Γληνός. Δηλαδή ‘’η εισαγωγή των μεθόδων του σχολείου εργασίας, αίτημα που το διατυπώνουν και οι καθαρευουσιάνοι παιδαγωγοί, δεν φτάνει, έστω κι αν είναι συνδυασμένη με τη γλωσσική μεταρρύθμιση, για να δώση ουσιαστικό χαρακτήρα στη λαϊκή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση"[61]. Γιατί ο δημοτικισμός ως δημιουργικός ιστορισμός ούτε μίμηση είναι ούτε σταματάει στη γλωσσική αλλαγή. "Αν ο Ελληνισμός, έχει ζωή, ή θα είναι ο δημοτικισμός κάτι πέραν από τη μορφική αυτή μεταβολή, αλλαγή ουσίας, ιδεών, επιστήμης, πνευματικού κόσμου, αξιών πολιτισμού ή όλα (και αυτή η γλωσσική μεταβολή) θα γίνουν μισά, άτελα, φτωχά, ανατολίτικα, γιατί η ζωτική δύναμη του Ελληνισμού, η βιολογική του αξία θα είναι μειωμένη"[62].     

 ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΑΝΤΗΣ





[1] Από το βιβλίο μου: ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ: Τα ρεύματα και οι καινοτομίες που οδήγησαν από το παλιό στο σύγχρονο σχολείο και στην εισαγωγή της τεχνολογίας στο σχολικό πρόγραμμα, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2001, σς. 270-301.
[2]           Χατζηστεφανίδης, Θ. Ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης (1821-1986), Αθήνα, Εκδ. Παπαδήμα, 1986,  σ. 155.
[3]           O Χρήστος Φράγκος θεωρεί ότι το βιβλίο αυτό του Γληνού παραμένει και σήμερα το βασικό βιβλίο της Παιδείας μας. Δες Χ. Φράγκος, "Παιδαγωγικές προσωπογραφίες και ανατομία της εκπαίδευσης",  Περιοδικό Επιστημονική Σκέψη, τεύχος 1ο, Μάης-Ιούνης 1981, σ.14.
[4]           Χατζηστεφανίδης, ό. π. σσ. 178-189.
[5]           'Αννα Φραγκουδάκη, Μεταρρύθμιση και φιλελεύθεροι διανoούμενοι, Αθήνα: 1977.
[6]               Δημήτρης Γληνός, Πλάτων Σοφιστής, Εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια, Αθήνα: Eκδόσεις "Ι. Ζαχαρόπουλος", χ.χ. 
[7]           Δημήτρης Γληνός, "Δημιουργικός ιστορισμός", ανακοίνωση στην "Εταιρεία Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών", 13 Μάρτη 1920, στο Δημήτρη Γληνού: Εκλεκτές Σελίδες, τομ. 1ος, Αθήνα: Στοχαστής, 1971, σ. 13.
[8]           ό. π. σ. 30.
[9]           ό. π. σ. 30.
[10]             ό. π. σ. 31.
[11]          ό. π. σσ. 33-34.
[12]          Δημήτρης Γληνός, "Γυναικείος Ανθρωπισμός", διάλεξη στον Παρνασσό στις 11 Οκτωβρίου 1921, Διαλεχτά 'Εργα, ό. π. σσ.51-52.
[13]          ό. π. σσ. 52-53.
[14]          ό. π. σ. 13.
[15]          Δημήτρης Γληνός, "Η κρίση του δημοτικισμού: Προγραμματικοί στοχασμοί 1922", Εκλεκτές Σελίδες, τόμ. 2ος, Αθήνα: Στοχαστής, 1971, σ. 15.
[16]          Γράφει ο Γληνός: "Η μορφή δε μπορεί να πλάση την ουσία, η ουσία πλάθει τη μορφή, τη μορφή της, την αντίστοιχη προς το είναι της. Το είναι το νεοελληνικό έχει πλάση τη μορφή του. Η αληθινή μας τέχνη και η αληθινή μας επιστήμη, προέκταση και ύψωση του είναι μας, δε μπορεί να γίνει παρά με προέκταση, εξύψωση και πλαστουργία των μορφικών μας μέσων, που υπάρχουν κιόλας. Γιατί κάθε ουσία, άρα και η οποιαδήποτε ουσία μας, υπάρχει με κάποια μορφή, αφού αλλοιώτικα δεν είναι εκφρασμένη, άρα δεν υπάρχει. Με ξένη μορφή, την οποιαδήποτε, δεν εκφράζομε τον εαυτό μας, παρά μόνο ξένα πράγματα, ψευτίζομε τον εαυτό μας". 'Ετσι ο Γληνός καταλήγει σχετικά με το φιλολογικό δημοτικισμό: "Νεοελληνικός πολιτισμός και καλλιέργεια των γνησίων νεοελληνικών μορφών είναι το ίδιο πράμα. 'Αρα ειδικά για την τέχνη του λόγου, την πλατύτερη και συνειδητότερη έκφραση της ψυχικής μας οντότητας, πρώτος ιδανικός σκοπός παρουσιάζεται η καλλιέργεια της νεοελληνικής γλώσσας, της νέας κοινής ομιλουμένης σε όλα και για όλα τα είδη του λόγου, για κάθε της ζωής μας ανάγκη, που με του λόγου το υπέροχο μέσο πρέπει να ικανοποιηθή".  ό. π. σσ. 19-20.
[17]          ό. π. σ. 47.
[18]          ό. π. σσ. 14-15.
[19]          ό. π. σ. 15.
[20]          ό. π. σ. 17.
[21]          Δημήτρης Γληνός, "Η Ελληνική αρρώστεια", συνέντευξη στην εφημ. "Ελεύθερος Τύπος", Αθήνα, Οκτώβρης 1926, στο Εκλεκτές Σελίδες, τόμ. 2ος, Αθήνα: Στοχαστής, 1971, σ. 118.
[22]          ό. π. σσ. 109-110.
[23]          ό. π. σ. 110.
[24]          ό. π. σσ. 110-111.
[25]          ό. π. σ. 115.
[26]          ό. π. σ. 116.
[27]          ό. π. σσ. 116-117.
[28]          Δημήτρης Γληνός, "Το βασικό πρόβλημα της παιδείας", δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Εργασία" τόμ. 1 (1923-1924), στο Εκλεκτές Σελίδες, τόμ. 1ος, Αθήνα: Στοχαστής, 1971, ό. π. σ. 64.
[29]          ό. π. σ. 64.
[30]          ό. π. σ. 78.
[31]          ό. π. σ. 65.
[32]          ό. π. σ. 65.
[33]          ό. π. σ. 66.
[34]          ό. π. σσ. 66-67.
[35]          ό. π. σσ. 67-68.
[36]          ό. π. σ. 68.
[37]          ό. π. σ. 68.
[38]          ό. π. σ. 73.
[39]          ό. π. σ. 69.
[40]          ό. π. σ. 69-70.
[41]             ό. π. σ. 70.
[42]          ό. π. σ. 71.
[43]          ό. π. σ..71.
[44]          ό. π. σ. 72.
[45]          ό. π. σ. 72.
[46]             ό. π. σ. 73.
[47]          ό. π. σ. 74.
[48]          ό. π. σσ. 74-75.
[49]          ό. π. σ. 78.
[50]          ό. π. σσ. 79-80.
[51]             ό. π. σ. 80
[52]          ό. π. σσ. 80-81.
[53]          Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Αναγέννηση", τεύχος 11-12, χρονιά Α', Ιούλης-Αύγουστος 1927, αναδημοσιεύτηκε στο Εκλεκτές Σελίδες, τόμ. 1ος, ό. π. σ. 24-59.
[54]          ό. π. σσ. 55-56.
[55]             ό. π. σ. 56.
[56]          'Οπως γράφει ο Γληνός, τoν τύπο για τη λύση του προβλήματος ανάμεσα στον εθνισμό και τον διεθνισμό τον διατύπωσε ο Στάλιν ως εξης: "Ο σοσιαλιστικός πολιτισμός είναι εθνικός στη μορφή, σοσιαλιστικός στο περιεχόμενο". Σύμφωνα με τον τύπο αυτό, παρατηρεί ο Γληνός, "εκατόν εξήντα τόσες εθνότητες, που ζούσανε μέσα στο χώρο της Σοβιετικής 'Ενωσης, κατάχτησαν αμέσως και ολοκληρωτικά, χωρίς κανένα καταναγκασμό, χωρίς κανέναν ανταγωνισμό, ολόκληρη την εθνική λευτεριά τους, ακόμη και το δικαίωμα ν' αποσχιστούν από τη Σοβ. 'Ενωση και να ιδρύσουν ιδιαίτερα κράτη. Κάθε εθνότητα και η πιό μικρή και η πιό καθυστερημένη κατάχτησε το δικαίωμα ν' αυτοδιοικηθεί σύμφωνα με τα τοπικά ήθη και έθιμα, να καλλιεργήσει τη γλώσσα και τον εθνικό της πολιτισμό, τα τραγούδια της, τη λογοτεχνία της, τις παραδόσεις της, τη θρησκεία της, να κρατήσει κάθε εθνική ιδιοτυπία και ιδιομορφία". Δες Δ. Γληνού, "Η Οχτωβριανή Επανάσταση και το Εθνικό Πρόβλημα", πρωτοδημοσιεύτηκε στην "Κομμουνιστική Επιθεώρηση" (τεύχος 19, Νοέμβρης 1943, σσ. 9-11) και περιλαμβάνεται στις Εκλεκτές Σελίδες, τόμ. Δ', ό. π. σ. 182.
[57]          ό. π. σ. 57.
[58]          ό. π. σσ. 57-58.
[59]          ό. π. σ. 58.
[60]          ό. π. σσ. 58-59.
[61]          ό. π. σ. 47.
[62]          Δ. Γληνός, "Η κρίση του δημοτικισμού", ό. π. σ. 50.