Share

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2021

Αλέξανδρος Καλοφωλιάς- Ο Εκπαιδευτικός στη σύγχρονη Εκπαίδευση.

 

Ο Εκπαιδευτικός στη σύγχρονη Εκπαίδευση.

Οι ιδιότητες και η εκπαίδευσή του

.

Αλέξανδρος Καλοφωλιάς,



  1. Πρόλογος

Ο συντάκτης της παρούσας εισήγησης έχει μια μακρόχρονη ενασχόληση στο ευρύτερο πεδίο της εκπαίδευσης, στους τομείς του σχεδιασμού και εφαρμογής εκπαιδευτικών σχεδίων, των υλικοτεχνικών υποδομών, της οργάνωσης και της αξιολόγησης. Δεν είναι εκπαιδευτικός της «πρώτης γραμμής»., που φέρει το βάρος της άμεσης λειτουργίας του συστήματος.

Επομένως εκφράζει τις απόψεις του ως απλό μέλος της κοινωνίας με την ελπίδα ότι, ενδεχομένως, και αυτές οι απόψεις θα βοηθήσουν στον προβληματισμό που θα αναπτυχθεί.


  1. Η Εκπαίδευση

    1. Μια οργανωμένη κοινωνία (το σύστημα) έχει δημιουργήσει το υποσύστημα «Εκπαίδευση», μέσω του οποίου τα νεαρά μέλη της θα καταστούν ικανά να λειτουργήσουν ως άτομα (πνευματική ολοκλήρωση και οικονομική αυτάρκεια) και ως ενεργά μέλη της.

    2. Ο τελικός στόχος είναι τα νεαρά μέλη να αποκτήσουν γνώσεις, τεχνικές δεξιότητες και πνευματική καλλιέργεια, για την ατομική τους επιβίωση, και κοινωνικές δεξιότητες, για τη διαβίωσή τους ως μέλη της κοινωνίας.

    3. Για την επίτευξη αυτών των στόχων χρειάζεται να καλλιεργηθούν και αναπτυχθούν στα νεαρά μέλη οι ικανότητες της αντίληψης και κατανόησης, της αξιολόγησης γνώσεων και δεδομένων, της επικοινωνίας, της συνεργασίας, της ιεράρχησης αξιών.

Αναλυτικότερα απαιτείται

α. Καλλιέργεια κοινωνικής συνείδησης, που να αντανακλά την κοινωνική πραγματικότητα

β. Καλλιέργεια ελεύθερης σκέψης και σεβασμού για τις αντιλήψεις των άλλων

γ. Καλλιέργεια «κοινωνικού ανθρωπισμού»

δ. Καλλιέργεια δημιουργικών δεξιοτήτων

ε. Προσδοκία εργασίας και σταδιοδρομίας ως προυπόθεση συμμετοχής στη νομή των αγαθών της ζωής αλλά και ως πλήρωση ζωής

στ. Ποιότητα παιδείας για όλους (χώρος αναπνοής και κίνησης, χρόνος λειτουργίας κατάλληλος, αισθητική διαρρύθμιση του χρόνου, σύγχρονες γνώσεις και δεξιότητες, ποιότητα διδασκαλίας, αρχές εργασίας -συνεργασίας – συμμετοχής)

ζ. Ίση προσφορά παιδείας για όλους, όχι προνομιακό προβάδισμα για μερικούς.(Φαν. Κ. Βώρος, 1986)

    1. Τα μέσα που απαιτούνται είναι η οργάνωση (σε επίπεδο τάξης, σχολικής μονάδας, περιφέρειας και συνολικού συστήματος), η υλικοτεχνική υποδομή (κτίρια, εκπαιδευτικός εξοπλισμός κλπ), τα προγράμματα, τα εκπαιδευτικά βοηθήματα {βιβλία κλπ} και, κυρίως το ανθρώπινο δυναμικό.

    2. Το ανθρώπινο δυναμικό που απαιτείται για την Εκπαίδευση μπορεί να ομαδοποιηθεί σε δύο κατηγορίες α. εκείνου που χρειάζεται για την δημιουργία όλων των απαραιτήτων υποδομών και μέσων και β. εκείνου που αναλαμβάνει όλο το βάρος της λειτουργίας, με κύριο χαρακτηριστικό την «επαφή» με τους μαθητές {εκπαιδευτικοί της «πρώτης γραμμής»)


  1. Η Εκπαίδευση το 2030

    1. Οι αλλαγές στην κοινωνία και την τεχνολογία

Οι εξελίξεις της τελευταίας πεντηκονταετίας στην οργάνωση της κοινωνίας και κυρίως στην τεχνολογία της πληροφορίας και των επικοινωνιών δημιουργούν νέα δεδομένα και νέες συνθήκες που επηρεάζουν άμεσα τη λειτουργία και τη μεθοδολογία της Εκπαίδευσης.

Οι κυριότερες από αυτές τις εξελίξεις είναι

  • Το πλήθος των πηγών γνώσεων. Το σχολείο δεν είναι πλέον η μόνη πηγή γνώσεων, ούτε καν η κυριότερη πηγή. Πλήθος άλλων πηγών, με έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, μας κατακλύζουν με πληροφορίες και γνώσεις σε όλα τα πεδία και σε όλα τα επίπεδα.

  • Η μειωμένη αξιοπιστία των πηγών. Λόγω του πλήθους και της άγνωστης, στις περισσότερες περιπτώσεις, ταυτότητας αυτών των πηγών δεν είναι εύκολος ο έλεγχος του βαθμού της αξιοπιστίας των. Πολύ περισσότερο δεν είναι εύκολη η διαπίστωση των προθέσεων και της σκοπιμότητας παροχής και μετάδοσης αυτών των γνώσεων

  • Η αμεσότητα πρόσβασης στις πηγές. Αντιθέτως είναι εύκολη και προσιτή η πρόσβαση στις πηγές αυτές, ανά πάσα στιγμή, όπως επίσης είναι εύκολη η αναπαραγωγή των πληροφοριών και γνώσεων και η μετάδοσή τους σε ευρύτατο κύκλο αποδεκτών, ανεξαρτήτως αποστάσεων.

  • Η αλλαγή των συνθηκών εργασίας, της φύσης του κάθε επαγγέλματος και, επομένως, των γνώσεων, ιδιοτήτων και δεξιοτήτων, που απαιτείται να έχει ο κάθε απόφοιτος των σχολείων ακόμη και της Γενικής/Βασικής ακόμη Εκπαίδευσης για να μπορέσει να ανταποκριθεί στη διαδικασία τηε ειδίκευσής του σε οποιοδήποτε επάγγελμα και στην ίδια την επαγγελματική του ενασχόληση.

  • Η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας και των επικοινωνιών και η δυνατότητα χρήσης των εφαρμογών τους στη διδακτική και, γενικότερα στην εκπαιδευτική διαδικασία. Με τις πρόσφατες εξελίξεις, που συνεχίζονται με αυξανόμενο ρυθμό, τα μέχρι προ τινος γνωστά ως «εποπτικά μέσα διδασκαλίας» αναπτύσσονται σε πολύπλοκους μηχανισμούς παρουσίασης και επικοινωνίας, που, σε πολλές περιπτώσεις, απαιτούν ειδική εκπαίδευση για τον χειρισμό τους

  • Οι αλλαγές στην κοινωνική ζωή. Ειδικά στη χώρα μας, με την εισροή κατά τις τελευταίες δεκαετίες πλήθους αλλοεθνών και τη διαμόρφωση πολυπολιτισμικών συνόλων μέσα στις σχολικές τάξεις, παρουσιάζεται αλλαγή στη συμπεριφορά των μαθητών και ως συνόλου και στις μεταξύ των σχέσεις. Ακόμη και η πρόσφατη οικονομική κρίση και η υγειονομική που ακολούθησε, επηρεάζουν συμπεριφορές, στάσεις και συνήθειες, που πρέπει να ληφθούν υπ όψιν.


    1. Οι συνέπειες των αλλαγών

Οι αλλαγές αυτές έχουν ως συνέπεια τη ριζική αναδιαμόρφωση του όλου συστήματος στα επίπεδα (α) του συνολικού ωρολογίου προγράμματος, (β) του περιεχομένου των μαθημάτων, (γ) της διδακτικής διαδικασίας.

α. Ως προς τα ωρολόγια προγράμματα.

Η σταδιακή στροφή στην ενίσχυση της αναζήτησης πηγών γνώσεων και πληροφοριών από τους μαθητές ίσως οδηγήσει στη διεύρυνση του χρόνου ατομικής τους μελέτης και εργασίας με μείωση του χρόνου αναγκαστικής παρουσίας τους μέσα τη σχολική τάξη (ανάλογα, βέβαια, και με τις απαιτήσεις κάθε μαθήματος).

β. Ως προς το περιεχόμενο των μαθημάτων

Η αλλαγή της φύσης των επαγγελμάτων (ριζική, σε πολλές περιπτώσεις) και η ανάγκη συνεχούς προσαρμογής των εργαζομένων στις διαρκείς εξελίξεις απαιτούν αλλαγές στο περιεχόμενο των επιμέρους μαθημάτων με έμφαση στην παροχή ισχυρών βασικών γνώσεων, που θα καθιστούν ικανό το μαθητή να παρακολουθεί τις εξελίξεις αυτές.

γ. Ως προς τη διδακτική διαδικασία.

Η διδακτική διαδικασία και μεθοδολογία θα επικεντρώνεται πλέον στον προσδιορισμό των γνώσεων που χρειάζονται, στην αναζήτηση των πηγών, στην ανάπτυξη της ικανότητας κατανόησης και αξιολόγησης των γνώσεων, καθώς και στην ανάπτυξη της ικανότητας αξιοποίησής τους. Γενικά το βάρος μετατοπίζεται από την παροχή γνώσεων στην ανάπτυξη της ικανότητας ανεύρεσης και αξιοποίησής τους.

Επομένως το βάρος της λειτουργίας μέσα στη σχολική τάξη πρέπει να μετατοπιστεί από την προσπάθεια της μετάδοσης γνώσεων στους μαθητές, στη διάγνωση των δυνατοτήτων του καθενός μαθητή για απόκτηση γνώσεων και στην ανάπτυξη αυτών των δυνατοτήτων και δεξιοτήτων.

Αυτή η «μετάβαση» μπορεί να συνεπάγεται αλλαγές τόσο στην κατάρτιση των ωρολογίων προγραμμάτων όσο και, κυρίως, στην ριζική αλλαγή της λειτουργίας μέσα στην τάξη. Εκεί, μέσα στην τάξη, το βάρος θα δίνεται στην διερεύνηση και κατανόηση από τον διδάσκοντα του επιπέδου, των προσωπικοτήτων, των δυνατοτήτων και των γενικών κλίσεων των μαθητών..

Και, πέρα από αυτά, εξ ίσου σημαντικό είναι, μέσω αυτών των λειτουργιών, να καλλιεργείται η κοινωνικότητα, η ικανότητα επικοινωνίας και συνεργασίας, η δημιουργία ελεύθερης σκέψης και ο σεβασμός για τις αντιλήψεις των άλλων καθώς και η ικανότητα ιεράρχησης των αξιών.


  1. Ο ρόλος του/της Εκπαιδευτικού ως Επαγγελματία

Η περιγραφή της νέας διαδικασίας της Εκπαίδευσης προσδιορίζει το ρόλο και τις ιδιότητες του Εκπαιδευτικού. Δεν είναι πλέον ο Εκπαιδευτικός μεταφορέας γνώσεων για να τις παραδώσει στο μαθητή. Είναι καταλύτης απόκτησης γνώσεων, καλλιέργειας στάσεων και ιδιοτήτων, ανάπτυξης δεξιοτήτων. Ο ρόλος του αυτός έχει ως συνέπεια το γεγονός ότι η ποιότητα και ο βαθμός ανταπόκρισης του εκπαιδευτικού επηρεάζουν, σε μεγάλο βαθμό το εκπαιδευτικό έργο, πολύ μεγαλύτερο από τα προγράμματα και τα μέσα διδασκαλίας.

Γι αυτό, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, έχει γίνει αποδεκτή η αρχή ότι μια κοινωνία, προκειμένου να διασφαλίσει μια καλύτερη διαβίωση και ένα καλύτερο μέλλον, οφείλει να αναθέσει στο «βέλτιστο» (με ό, τι αυτό σημαίνει για τον καθένα) τμήμα της την εκπαίδευση των νεαρών μελών της, που θα αποτελέσουν τη συνέχειά της.

Η διατύπωση της Αρχής αυτής δεν αποτελεί μεγαλοστομία αν αναλύσουμε τις λειτουργίες που έχει να επιτελέσει ο εκπαιδευτικός (ως ευσυνείδητος επαγγελματίας, ως λειτουργός) και την αξία που θα έχει η επιτυχής επίδρασή του στο κάθε άτομο-μαθητή και, κατ’ επέκταση, στο κοινωνικό σύνολο.

Επομένως η αρχή αυτή πρέπει να εφαρμόζεται στην πράξη. Στον προσδιορισμό των ιδιοτήτων και δεξιοτήτων που πρέπει να έχει ο Εκπαιδευτικός, στα προγράμματα εκπαίδευσής του, στα κριτήρια επιλογής των φοιτητών των αντιστοίχων σχολών, στην αξιολόγησή τους, στην επιμόρφωσή τους, στην ιεραρχική ανέλιξή τους.


  1. Οι ιδιότητες και δεξιότητες

Οι νέες συνθήκες και το περιβάλλον , στενότερο – μέσα στην τάξη και το Σχολείο και ευρύτερο – στην κοινωνική, οικονομική και τεχνολογική διαρκώς εξελισσόμενη πραγματικότητα, προσδιορίζουν τις ιδιότητες και δεξιότητες στις οποίες πρέπει να δοθεί έμφαση κατά την προετοιμασία των εκπαιδευτικών, σε όλα τα στάδιά της.

Έτσι με βάση τα όσα σχετικά και εμπεριστατωμένα αναφέρονται στους οδηγούς και στα προγράμματα σπουδών καθώς και σε πολλά κείμενα αρμοδίων εκπαιδευτικών, αλλά και πέρα από αυτά, θεωρούμε ότι πρέπει να δοθεί έμφαση στις ακόλουθες ιδιότητες και δεξιότητες, που θα καθιστούν τον εκπαιδευτικό ικανό

-να μπορεί να κατανοήσει, αξιολογήσει και αξιοποιήσει την προσωπικότητα κάθε μαθητή, ώστε αυτός. με τη βοήθειά του διδάσκοντος. να αποδώσει το μέγιστο δυνατό και να κατευθυνθεί στο επαγγελματικό περιβάλλον που του ταιριάζει.

-να οργανώνει και διευθύνει συζητήσεις μεταξύ των μαθητών με δομημένο τρόπο, που να οδηγούν σε συμπεράσματα και αποτέλεσμα.

-να παρακολουθεί την εξέλιξη της τεχνολογίας και στον τομέα των διδακτικών μέσων και, κυρίως στον τομέα της πληροφορίας, να εντοπίζει τις πηγές της πληροφορίας και να αξιολογεί, κατά το δυνατόν, την αξιοπιστία τους.

-να είναι ενήμερος για την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, ευρύτερα αλλά και στο ειδικότερο περιβάλλον και περιοχή του σχολείου και να έχει την έφεση να παρακολουθεί τις σχετικές εξελίξεις.

-να αξιολογεί διαρκώς την εργασία του και την απόδοσή της



  1. Προτάσεις

    1. Για την οργάνωση του σχολείου

  • Νέα οργάνωση του σχολείου ώστε να δίνεται περισσότερος χρόνος μελέτης και προσωπικής εργασίας στου μαθητές Μπορεί να περιοριστεί η φυσική παρουσία των μαθητών (κυρίως στις βαθμίδες του Γυμνασίου και του Λυκείου) ώστε να δοθεί περισσότερος χρόνος στους μαθητές για προσωπική έρευνα και μελέτη. Υπάρχει τώρα η ευκαιρία, στα Πειραματικά Σχολεία που αρχίζουν τη λειτουργία από εφέτος να μελετηθεί ένα εβδομαδιαίο πρόγραμμα παρουσίας στην τάξη για 15 – 20 διδακτικές ώρες. Και για τον υπόλοιπο χρόνο οι μαθητές , με συγκεκριμένο πρόγραμμα και οδηγίες θα ασχολούνται με ατομική έρευνα και μελέτη. Μια τέτοια αλλαγή θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα και τη μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα.

  • Αλλαγή στον τρόπο εργασίας μέσα στην τάξη με έμφαση την αξιολόγηση και σύνθεση των γνώσεων καθώς και την, μέσω της ομαδικής δουλειάς καλλιέργεια των κοινωνικών δεξιοτήτων των μαθητών. Αν μάλιστα ληφθεί υπ όψιν και η προτεινόμενη ανωτέρω αλλαγή οργάνωσης και προγράμματος τότε είναι φανερό, ότι αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα και σημασία ο τρόπος εργασίας του εκπαιδευτικού μέσα στην τάξη και, επομένως, οι ιδιότητες και δεξιότητες που πρέπει να αποκτήσει, καλλιεργήσει και εφαρμόσει.

    1. Για τις ιδιότητες και την εκπαίδευση των Εκπαιδευτικών

Α. Οι ιδιότητες και δεξιότητες των εκπαιδευτικών για να ανταποκριθούν στα νέα τους καθήκοντα

Δηλαδή

  • Να κατέχουν και να παρακολουθούν τις τρέχουσες εξελίξεις στην οικονομία και τεχνολογία

  • Να έχουν καλή γνώση της γεωγραφίας και ιστορίας της περιοχής όπου βρίσκεται το σχολείο και να παρακολουθούν την εξέλιξη της οικονομίας, παραγωγής, απασχόλησης και άλλων ειδικών θεμάτων της περιοχής

  • Να είναι γνώστες της ψυχολογίας ομάδας και παιδιών – εφήβων

  • Να έχουν επικοινωνιακές δεξιότητες

  • Να έχουν συνεχή ενημέρωση για τις δημιουργούμενες πηγές πληροφόρησης

  • Να έχουν ικανότητες – δεξιότητες οργάνωσης και διεύθυνσης παραγωγικής συζήτησης

Β. Εκπαίδευση και επιλογή για την, κατά το δυνατόν, εξασφάλιση των ανωτέρω

-Διαχωρισμός κατά τα δύο τελευταία έτη σπουδών των φοιτητών σε εκπαιδευτική κατεύθυνση με κριτήρια ειδικές εξετάσεις και την επίδοση σε κάποια μαθήματα.

-Ειδική πτυχιακή εξέταση (κυρίως προφορική) για τη διαπίστωση ικανότητας διδασκαλίας.

-Διαρκής αξιολόγηση του έργου των εκπαιδευτικών

Επανειλημμένες επιμορφώσεις (τουλάχιστον ανά πενταετία) κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας.

    1. Για την επιλογή, εκπαίδευση, επιμόρφωση και αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.

¨Όλα όσα αναφέρθηκαν (για το νέο περιβάλλον και τις συνθήκες της εκπαίδευσης καθώς και για τις ιδιότητες και δεξιότητες που πρέπει να έχει και να αναπτύσσει ο εκπαιδευτικός για να λειτουργεί αποδοτικά και να παρακολουθεί τη διαρκή εξέλιξη) δημιουργούν το πλαίσιο και προσδιορίζουν τους στόχους του συστήματος εκπαίδευσης, επιλογής, αξιολόγησης και επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών.

Δεν είναι του παρόντος, ούτε έχει ο ομιλών την ειδικότητα και τις. γνώσεις να προτείνει και να περιγράψει τα κατάλληλα συστήματα. Γενικές αρχές και απόψεις μπορούν τώρα να αναφερθούν.

  • Για την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών.

Να αποκτήσει ο εκπαιδευτικός πλήρη γνώση του γνωστικού του αντικειμένου. Κατά την παιδαγωγική του κατάρτιση να συνειδητοποιήσει ότι έργο του δεν θα είναι η μεταφορά γνώσεων αλλά η ενεργητική μάθηση των μαθητών και η άσκησή τους στην απόκτηση των γνώσεων. Και ακόμη να ασκηθεί στην οργάνωση και αποτελεσματική λειτουργία της ομάδας.

  • Για την επιλογή των εκπαιδευτικών.

Δεν θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητο ότι η επιτυχής αποπεράτωση των σπουδών συνεπάγεται και την δυνατότητα να λειτουργήσει ο απόφοιτος σε μια σχολική τάξη. Με διαδικασίες διαπίστωσης της προσωπικότητας (κυρίως προφορικές), με συνυπολογισμό κριτηρίων, όπως η επίδοση του ενδιαφερομένου στα παιδαγωγικά μαθήματα, ακόμη και με συμπληρωματική επιμόρφωση θα πρέπει να βοηθηθεί ο ενδιαφερόμενος να αντιμετωπίσει το πολύπλοκο έργο που τον αναμένει. Μια ιδέα του τρόπου επιλογής (βεβαίως σε άλλο επίπεδο) δίνει η πρόσφατη απόφαση του Υπουργείου Παιδείας για την επιλογή προσωπικού στα Πρότυπα και Πειραματικά Σχολεία.

  • Για την Επιμόρφωση.

  • Η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών πρέπει να είναι διαρκής. Σε τρεις τομείς. Στο ιδιαίτερο γνωστικό αντικείμενο του εκπαιδευτικού, ώστε να είναι ενήμερος των εξελίξεων που προκύπτουν από την διαρκή έρευνα. Στον παιδαγωγικό τομέα για τη βελτίωση της απόδοσής του. Σε γενικότερα θέματα οικονομίας κοινωνίας, τεχνολογίας. Ενδεικτική στο θέμα της επιμόρφωσης είναι η πρόσφατη (28.5.2021) σχετική πρόσκληση προς τους εκπαιδευτικούς του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής

  • - Για την αξιολόγηση.

  • Είναι αυτονόητη ,και έχει αναδειχθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια, η ανάγκη και η σημασία της αξιολόγησης του έργου και της απόδοσης του εκπαιδευτικού. Η αξιολόγηση αυτή ξεκινάει από τον αυτοέλεγχο και αυτοαξιολόγηση του ίδιου του εκπαιδευτικού. Και, βέβαια, ολοκληρώνεται με ένα σύστημα γενικής και τακτικής αξιολόγησης όλων των εκπαιδευτικών και του έργου των. Τα κριτήρια και οι δείκτες αυτών των αξιολογήσεων προσδιορίζονται από τα όσα έχουν ήδη αναφερθεί για τον τρόπο διδασκαλίας και τις ιδιότητες και δεξιότητες.


  1. Επίλογος

Κάποιες από τις απόψεις και προτάσεις, που αναφέρονται εδώ, μπορεί να ακούγονται «ακραίες» ή «δύσκολα» εφαρμόσιμες. Ξεκινούν από τη θέση ότι «η κοινωνία αναθέτει στο βέλτιστο τμήμα της την μόρφωση των νέων μελών της» και, επομένως, ξεκινούν από το να συνειδητοποιήσουμε το σημαντικότατο έργο των εκπαιδευτικών και ότι αυτό το έργο καλούνται να επιτελέσουν σε ένα ραγδαίως και διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Αν τα δεχθούμε αυτά ως δεδομένα τότε θα κατανοήσουμε αυτές τις θέσεις και προτάσεις αλλά και η κοινωνία και τα αρμόδια όργανά της (πολιτεία, διοίκηση Εκπαιδευτικού Συστήματος) θα πρέρει να αναγνωρίσουν εμπράκτως τη σπουδαιότητα του έργου των εκπαιδευτικών.


Ιούνιος 2021



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Φαν. Κ. Βώρος

«Εκπαιδευτική Πολιτική»

  • Θεόφραστος Γέρου

«Ο σχολικός σύμβουλος και η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση»

-Παναγιώτα Παρασκευά

«Ποιοτική αναβάθμιση της Εκπαίδευσης»

-Τζον Χολτ

«Γιατί αποτυγχάνουν τα παιδιά. Το Σχολείο, αυτός ο εχθρός»

-Έβερετ Ρέυμερ

«Το σχολείο είναι νεκρό»

-Τζον Ντιούι

«Το σχολείο που μ΄αρέσει»



Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

Κώστας Τσιαντής-ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΊΑΣ


ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΓΩΓΗ  ΤΗΣ  ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΊΑΣ

Κώστας Τσιαντής
Καθηγητής ΤΕΙ Αθήνας-Τμήμα Ενεργειακής Τεχνολογίας,
Yπεύθυνος του ερευνητικού προγράμματος ΦΡΟΝΗΣΗ

Περίληψη. Στην εργασία αυτή παρουσιάζεται η θέση,  ότι η παραγωγή  καινοτομιών δεν είναι απλά τεχνικό ζήτημα, αλλά ζήτημα συνυφασμένο με τις συνθήκες απελευθέρωσης και προαγωγής της ανθρώπινης δημιουργικότητας σε επίπεδο προσωπικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό,  οργανωτικό, θεσμικό, πολιτισμικό, πνευματικό. Οι συνθήκες αυτές βρίσκονται επί μακρόν με αντεστραμμένο πρόσημοΗ Ηη. Η ανάπτυξη καινοτομιών αφορά όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας και ευθύνη του σύγχρονου  δημιουργού  και  πολίτη  είναι η εναρμόνιση των οικονομικών και τεχνικών δυνατοτήτων με τις κοινωνικές ανάγκες και την προστασία  του περιβάλλοντος ζωής και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Η οικονομική και αναπτυξιακή έκφραση της καινοτομίας  απαιτεί τον πρακτικό μετασχηματισμό του cοrpus των γνώσεων, την ενθάρρυνση  του επιχειρείν σε κάθε παραγωγικό και πολιτιστικό τομέα, τη δημιουργία συνθηκών για επενδύσεις, καθώς και ικανότητες συνεργασίας και επικοινωνίας με άλλους λαούς και πολιτισμούς. Η ανάπτυξη καινοτομιών στα ΤΕΙ απαιτεί τη δημιουργία  παρατηρητηρίων και κέντρων καινοτομίας, την αναβάθμιση της θέσης της λειτουργικής τεχνικής κατασκευής μέσα στο πρόγραμμα, την ανάπτυξη αυτοδύναμων μεταπτυχιακών προγραμμάτων, την ίδρυση τμημάτων  αειφόρου ανάπτυξης και διαχείρισης γνώσης, καθώς και τη δυνατότητα των ΤΕΙ να επενδύουν  στην παραγωγική αξιοποίηση καινοτόμων γνώσεων και  τεχνολογιών  που επιφέρουν οικονομικούς  πόρους και  υψηλό κύρος στο ίδρυμα.

Ι.
 ΑΝΑΠΤΥΞΗ  ΚΑΙ  ΣΥΝΘΗΚΕΣ  ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ
    Σε πρόσφατες έρευνες, που είναι καταχωρημένες στο διαδίκτυο, δίδονται στοιχεία για τα κύρια προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, καθώς και  οι προοπτικές που συνάπτονται με την τεχνολογική καινοτομία και την ανάπτυξη της χώρας  μας, μέσα στο ανταγωνιστικό  περιβάλλον της παγκόσμιας αγοράς. Σχετικά με τα προβλήματα, ενδεικτική είναι η  ετήσια έκθεση  του οργανισμού World Economic Forum (W.E.F), όπου καταγράφεται ο χαμηλός δείκτης ανταγωνιστικότητας  που εμφανίζει  η χώρα μας έναντι των άλλων χωρών (βρίσκεται στην 50η θέση)[1]. Όσον αφορά τις προοπτικές, αξιοσημείωτη είναι η πανελλαδική  έρευνα της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (Γ.Γ.Ε.Τ., 2004), με τίτλο Τεχνολογική Προοπτική Διερεύνηση  στην Ελλάδα (Κούκιος, Αγραφιώτης), στην οποία διερευνώνται οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και οι αναπτυξιακές κατευθύνσεις ανά κλάδο παραγωγής. Χρονικός ορίζοντας των  προβλέψεων και σεναρίων αυτών των μελετών είναι τα έτη 2015 και 2021 και πλαίσιο αναφοράς τους μια Ευρώπη, η οποία «ανταγωνίζεται τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία στις νέες ερευνητικές και τεχνολογικές περιοχές», ενώ συνάμα χαρακτηρίζεται από «άνθιση της επιχειρηματικότητας, διάχυση των τεχνολογιών, προώθηση των καινοτομιών και ισχυρή ανάπτυξη»[2].
     Παρά το σημαντικό ενδιαφέρον που έχουν οι προαναφερθείσες έρευνες, το πρόβλημα με την τεχνολογία και την ανάπτυξη δεν εξαντλείται στο να καταγράψουμε το πού βρισκόμαστε  ως χώρα και το πού ενδέχεται  να πάμε. Σκληρός πυρήνας του προβλήματος παραμένει το πώς θα πετύχουμε  το στόχο της ανάπτυξης, ήγουν: το πώς διαμορφώνουμε ως  χώρα  τις συνθήκες για  την ενεργοποίηση των  ανθρώπινων δυνατοτήτων, το πώς διαχειριζόμαστε το μεγάλο κοινωνικό κεφάλαιο που λέγεται ανθρώπινη δημιουργικότητα, το πώς ενεργοποιούμε και προάγουμε εκπαιδευτικά την τεχνική δημιουργικότητα, το πώς  επενδύουμε σε αναπτυξιακά-παραγωγικά έργα, το πώς μετατρέπουμε  τη δημιουργικότητα σε  καινοτομία και  προϊόν που μπορεί να σταθεί στην  αγορά. Μαζί με τα ζητήματα αυτά, το πρόβλημα της τεχνολογίας είναι συνυφασμένο με το πώς κατανοούμε, διαχειριζόμαστε και αντιμετωπίζουμε (ως πολίτες και συντελεστές της οικονομικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής) το ζήτημα των επιπτώσεων της τεχνολογίας πάνω στον άνθρωπο, την κοινωνία και τη φύση∙ με το πώς αντιδρούμε απέναντι στην κατάρρευση του περιβάλλοντος ζωής, την εξαφάνιση  των ειδών, τη διογκούμενη ανεργία και ανισότητα, την κοινωνική περιθωριοποίηση και αποξένωση του ανθρώπου, το  μαράζωμα  της προσωπικής ύπαρξης,  την επικίνδυνη αύξηση των ψυχικών παθήσεων ανάμεσα στον πληθυσμό.
     Έχουμε  ως εκπαιδευτική κοινότητα κατανοήσει αυτά τα προβλήματα  και σε ποιο βαθμό;  Τί ζητάμε απ’ την τεχνολογία; Τι θέλουμε ως λαός και τί μπορούμε;  Είμαστε  αποφασισμένοι  να  λάβουμε μέρος στο παιχνίδι της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας; Ποια  είναι τα εμπόδια  που εμφανίζονται και πώς τα ξεπερνούμε;      Τι εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν;
     Το πρόβλημα στη συνολική του μορφή είναι αρκετά  σύνθετο και πολυσχιδές.  Εδώ περιοριζόμαστε σε μια πρώτη διερεύνηση  των παραγόντων του προβλήματος, στον εντοπισμό των εκπαιδευτικών μέτρων που απαιτεί η αντιμετώπισή του καθώς και του ρόλου μας  ως  ακαδημαϊκή κοινότητα στην προαγωγή της καινοτομίας.
ΙΙ
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ  ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ  ΚΑΙ   ΠΡΟΑΓΩΓΗ ΤΗΣ  ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ
    
1. Προσωπικοί  και ψυχοδιανοητικοί παράγοντες της καινοτομίας.
      Η  πρώτη κατηγορία εμποδίων  για την απελευθέρωση της δημιουργικότητας και την ανάπτυξη της καινοτομίας αφορά  την ψυχοδιανοητική κατάσταση του δημιουργού.
        Η ανάπτυξη της τεχνολογίας δεν είναι απλά τεχνικό πρόβλημα. Η τεχνολογία  επινοείται και παράγεται από ανθρώπους. Αλλά  η   ενεργοποίηση της δημιουργικότητας, την οποία εκ φύσεως φέρει κάθε άνθρωπος, δεν είναι μια αυτόματη διαδικασία. Ως κοινωνικά όντα οι άνθρωποι προσδιορίζονται από τις  συνθήκες της κοινωνίας-του περιβάλλοντος μέσα στην οποία ζουν,  αλλά και από   τη δυνατότητά τους να δημιουργούν οι  ίδιοι τις συνθήκες της  ζωής τους.  Αν ως επιστήμονες, ως  δάσκαλοι και  ως πολίτες έχουμε κάποιο ρόλο να παίξουμε σ’ αυτή τη διαδικασία, ο ρόλος μας αυτός επικεντρώνεται στο πώς θα βοηθήσουμε τη νέα γενιά να ξεπεράσει τις συνθήκες  που καταπνίγουν τη δημιουργικότητά της  και   την κρατούν δέσμια της αδράνειας και  της  απογοήτευσης.
       Η  πολιτεία, η διοίκηση και όλοι οι κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί φορείς, αν θέλουν την ανάπτυξη της καινοτομίας στη χώρα μας,  έχουν πρωταρχικό καθήκον να  βοηθήσουν στην ψυχο-διανοητική απελευθέρωση του ανθρώπου από την υποταγή του στη μοίρα και  στο  ρεαλισμό του «αυτό δεν γίνεται», τον οποίο έχουν επιβάλει παγιωμένες επί χρόνια αντιλήψεις και πρακτικές. Η απελευθέρωση της δημιουργικότητας και η ανάπτυξη της καινοτομίας προϋποθέτουν το ξεπέρασμα της νοοτροπίας του «δεν γίνεται», που ακούγεται ως πρώτος λόγος σε κάθε περίσταση. Απαιτούν την ενθάρρυνση της νεολαίας ν’ ανακαλύψει τις δυνατότητες της, ν’ αναλάβει πρωτοβουλίες και να ξεπεράσει το  τέλμα της απογοήτευσης και της παραίτησης απ’ κάθε δημιουργικό όραμα και επινόηση.  Ανάδειξη της καινοτομίας σημαίνει πρώτιστα ανάδειξη στον άνθρωπο του αισθήματος της  αυτοπεποίθησης και της  εμπιστοσύνης  στις  δυνάμεις του καθώς και στη δυνατότητα έλλογης διαχείρισης  των πραγμάτων.   
      Πέραν αυτού, η ανάπτυξη της καινοτομίας απαιτεί κατανόηση και σεβασμό απέναντι στην   πλάνη και την αποτυχία που εμφωλεύουν σε κάθε δημιουργικό εγχείρημα. Η ανάδειξη της καινοτομίας προϋποθέτει τόλμη στην ανάληψη από το δημιουργό του κινδύνου της αποτυχίας∙ προϋποθέτει υπομονή και επιμονή στη διαχείριση των δυσκολιών και της αποτυχίας. Κατά τη φάση της δοκιμασίας του ο δημιουργός  χρειάζεται τη στήριξή μας και την κατάφαση εκ μέρους μας  της αλήθειας ότι καινοτομία σημαίνει  ικανότητα να μαθαίνεις από τα λάθη και τις αποτυχίες σου. Αν ο ερευνητής  δεν στηριχτεί κατά τη φάση της κυοφορίας και δοκιμασίας  των ιδεών του -της οποίας η διάρκεια δεν είναι προσδιορίσιμη, τότε υπονομεύεται η βάση για να  ξεπερασθεί η  δυσκολία και να επιτευχθεί κάτι σημαντικό και μεγάλο.  
Κοινωνικοί παράγοντες της καινοτομίας
      Η  δεύτερη κατηγορία εμποδίων αφορά την κοινωνία.
     Οι εμπειρίες  ζωής, που βίωσε ο καθένας μας  σ’ αυτόν τον τόπο, πιστεύω πως αρκούν για να βεβαιώσουν το πόσο αρνητικά η κοινωνία, η πολιτεία και το εκπαιδευτικό μας σύστημα διαχειρίστηκαν μέχρι σήμερα τη δημιουργικότητα του ανθρώπου. Ουσιαστικά την κατέπνιξαν και  την καταπνίγουν- με λίγες μόνο εξαιρέσεις.
      Τη δημιουργικότητα  καταπνίγει η δημόσια διοίκηση όταν, κάθε φορά που επιχειρείς  να κάνεις κάτι, δεν σου λέει κανείς το πώς αυτό γίνεται, αλλά  σου επικαλούνται χίλιους δυο λόγους για το πώς δεν  γίνεται. Τη δημιουργικότητα καταπνίγει η ατέρμονη και δαιδαλώδης νομοθεσία μας, τ’ άρθρα της οποίας δεν  ενθαρρύνουν την κοινωνική δημιουργία και την παραγωγή εγχώριας τεχνολογίας, αλλά  τη συντήρηση  του χτες και την εισαγωγή τεχνολογίας από το εξωτερικό. Τη δημιουργικότητα καταπνίγει η κοινωνική νοοτροπία μας, όταν δεν ενθαρρύνει  την  υγιή επιχειρηματικότητα και δεν στηρίζει ηθικά το επιχειρείν.  Τη δημιουργικότητα  καταπνίγει η παιδεία μας, όταν στερεί το πρόγραμμα από συνδετικούς κόμβους –projects  που ενοποιούν γνώσεις, τεχνικές και επινοήσεις, ενώ  επιμένει αποκλειστικά σε μια σειρά μαθημάτων που δεν βρίσκουν εύκολα  τη λειτουργική  τους  ολοκλήρωση.
        Η τεχνική καινοτομία  λείπει από τα σημερινά εκπαιδευτικά προγράμματα, ακριβώς όπως έλειπε από τα προγράμματα που μας  διαμόρφωσαν κάποτε  ως επιστήμονες και τεχνικούς. Είναι καιρός ν’ αλλάξουμε τις εκπαιδευτικές  συνθήκες, έτσι ώστε αντί να ζητάμε σταθερά απ’ τη νεολαία ν΄ απομνημονεύει τύπους και να μας επαναλαμβάνει έτοιμες λύσεις,  να ζητάμε να αναλάβει το δικό της ενεργητικό ρόλο στη μάθηση και  την τεχνική και επιχειρηματική δημιουργία.
Γνωσιολογικοί παράγοντες της καινοτομίας
     Η  τρίτη κατηγορία εμποδίων  για την απελευθέρωση της δημιουργικότητας και την παραγωγή  καινοτομιών αφορά την αντίληψή μας για τη γνώση.
     Καινοτόμος ανάπτυξη και τεχνολογία  δεν μπορεί να παραχθούν όσο  μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας επικρατεί η αίσθηση ότι Επιστήμη και Τεχνολογία αποτελούν μυστήριο που μπορούν να το κατανοήσουν μόνο λίγοι πεφωτισμένοι. Ως   δάσκαλοι στα ΤΕΙ  δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να προσπαθούμε καθημερινά να διαψεύσουμε το πιο πάνω απαρχαιωμένο δόγμα και να μετατρέψουμε σε διδακτική  πράξη την αρχή, ότι Επιστήμη και Τεχνολογία  αποτελούν έλλογες οντότητες, με  συγκρότηση διάφανη και προσβάσιμη σε κάθε ενδιαφερόμενο. Η πραγμάτωση αυτής της αρχής (που διαφεύγει  δυστυχώς της προσοχής  των ιθυνόντων) απαιτεί  ζήλο, υπομονή και κόπο, αφού το φως της γνώσης- κατά  τη διδακτική του μεταφορά- πρέπει να  παραμείνει φως και να μη μετατραπεί σε σύθαμπο  ή αόριστο νεφέλωμα. Η κατανόηση είναι η αφετηρία της μάθησης και απαιτεί σαφήνεια και έμφαση στη  δομή  του γνωστικού αντικειμένου-και όχι στην άσχετη λεπτομέρεια.  Η ανάπτυξη  καινοτομιών δεν προχωρά χωρίς αυτή τη συνθήκη.
       Καινοτόμος ανάπτυξη, επίσης, δεν μπορεί να παραχθεί όσο συντηρούμε την αντίληψη ότι, αφού υπολειπόμαστε ως χώρα σε θεωρητική και  βασική έρευνα, τίποτα καινοτομικό δεν μπορούμε να κάνουμε. Η αντίληψη αυτή είναι λάθος: Πρώτον,  γιατί η διάχυση της γνώσης, η οποία είναι σήμερα δυνατή μέσα από την ανάπτυξη των βιβλιοθηκών και τις  ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων, δεν επιτρέπει ένα τέτοιο ισχυρισμό. Δεύτερον, γιατί μια καινοτομική ιδέα μπορεί να αποτελέσει βάση για επιστημονική-τεχνική συνεργασία με άλλα ιδρύματα ή φορείς.   Και τρίτον, γιατί οι παραγωγοί καινοτομιών, οι εφευρέτες και οι κάτοχοι διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας με πρακτική-οικονομική σημασία δεν ανήκουν κατ’ ανάγκη στον ακαδημαϊκό χώρο ή στο χώρο της θεωρητικής και βασικής έρευνας. Στην αρμοδιότητα των χώρων αυτών βρίσκονται βεβαίως οι τεχνολογικές επαναστάσεις, αλλά όχι κατ’ ανάγκη και οι τεχνικές καινοτομίες. Οι τεχνικές καινοτομίες μπορεί να προέλθουν από ανθρώπους με πρακτικά και παραγωγικά ενδιαφέροντα: ανθρώπους που έχουν τεχνικές γνώσεις, που γνωρίζουν την οικονομία, την παραγωγή  και τις κοινωνικές ανάγκες, που έχουν εμπειρία από το χώρο της εργασίας και μπορούν να συνδέουν όλα τα προηγούμενα με μια καινοτόμο ιδέα, η υλοποίηση της οποίας έχει πρακτικό και οικονομικό αποτέλεσμα. Βεβαίως, όσο περισσότερες  γνώσεις έχει κανείς τόσο καλύτερα μπορεί να αποδώσει στο δημιουργικό του έργο. Αλλά όσες γνώσεις κι’ αν έχει δεν μπορεί να τις μετατρέψει σε καινοτομία,  αν  ο ίδιος δεν είναι εξοικειωμένος στην  ενεργοποίηση και  πρακτική έκφραση της δημιουργικότητάς του.
Εκπαιδευτικοί, οργανωτικοί και θεσμικοί  παράγοντες της καινοτομίας
     Η  τέταρτη κατηγορία εμποδίων αφορά τον τρόπο με τον οποίο η παιδεία διαχειρίζεται τη δημιουργικότητα στον τόπο μας. Εδώ θ’ αναφερθούμε μόνο στο χώρο των ΤΕΙ,  διατυπώνοντας  επιγραμματικά κάποιες προτάσεις.
     Για να συμβάλλουν τα ΤΕΙ στην ανάπτυξη της δημιουργικότητας και της τεχνικής καινοτομίας  απαιτείται  μια σειρά αλλαγών σε επίπεδο διοικητικό, οργανωτικό, και θεσμικό. 
1. Μέσα στα ΤΕΙ είναι ανάγκη  να λειτουργήσουν εργαστήρια καινοτομιών, για αξιοποίηση των ιδεών του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού αλλά και των σπουδαστών. Πρέπει συνάμα να  λειτουργήσουν παρατηρητήρια καινοτομιών, για  παρακολούθηση και αποτίμηση των καινοτομιών, που παράγονται διεθνώς, καθώς  και για  ενημέρωση κάθε  ενδιαφερόμενου.
2. Τα ΤΕΙ πρέπει ν’ αναπτύξουν τη συνεργασία τους με τ’ άλλα ανώτατα ιδρύματα-  Πανεπιστήμια, Πολυτεχνεία- .και ν’ αξιοποιήσουν έρευνες, όπως η Τεχνολογική προοπτική διερεύνηση, προκειμένου να προσδιορίσουν το μέλλον τους και ν’ αναμορφώσουν το περιεχόμενο  σπουδών τους.
3. Τα ΤΕΙ πρέπει να δημιουργήσουν συνθήκες για την προαγωγή των ιδεών και πρωτοβουλιών των καθηγητών τους, που σήμερα  δεν έχουν δυνατότητα να κάνουν κάτι από μόνοι τους,  πέρα από την τήρηση  σειράς κανονιστικών διατάξεων και  την εκλιπάρηση γραφειοκρατικών αποφάσεων.
4.  Για την απελευθέρωση και προαγωγή της δημιουργικότητας τα  ΤΕΙ πρέπει κατ’ αρχήν:
-ν’ αυξήσουν την αυτονομία και την αυτοτέλειά τους, 
-ν’  αλλάξουν  το συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης και εξουσίας
-να αποκεντρώσουν αρμοδιότητες
-ν’ αναπτύξουν αυτοδύναμα μεταπτυχιακά προγράμματα
-να καταστήσουν τα  projects  έρευνας και ανάπτυξης καινοτομιών αναπόσπαστο τμήμα του εκπαιδευτικού προγράμματος και των πτυχιακών εργασιών.
-να ενσκήψουν στον διδακτικό και παραγωγικό μετασχηματισμό του cοrpus των  γνώσεων 
-να δημιουργήσουν τμήματα αειφόρου ανάπτυξης και διαχείρισης γνώσης
-να δημιουργήσουν  συνθήκες για  επικοινωνία και ανάπτυξη των σχέσεων  με άλλα ιδρύματα και φορείς, αλλά και  άλλους λαούς και πολιτισμούς.
5. Η ανάπτυξη της δημιουργικότητας και της καινοτομίας στο χώρο των ΤΕΙ απαιτεί τη δυνατότητα των ΤΕΙ να έχουν ίδιους  πόρους και να επενδύουν - μαζί με άλλους φορείς- σε παραγωγικές δραστηριότητες αιχμής, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η παραγωγή λογισμικού, η κατασκευή ηλεκτρονικών συσκευών, η λειτουργία τηλεοπτικού καναλιού, η αξιοποίηση της ηλεκτρονικής μάθησης, η προβολή του ελληνικού πολιτισμού  κλπ.  Το ΤΕΙ πρέπει από απλός εκπαιδευτικός οργανισμός να μετατραπεί σε εκπαιδευτικό, ερευνητικό και αναπτυξιακό οργανισμό, πράγμα που θα συμβάλλει στην οργανική ανάπτυξη της σχέσης του  με την παραγωγή, στην αναβάθμιση της αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων του, στη δημιουργία  συνθηκών για πρόσκτηση  ιδίων πόρων, αλλά και στην κοινωνική ενίσχυση του  ρόλου  και  του ακαδημαϊκού κύρους των ιδρυμάτων.
Πολιτισμικοί παράγοντες της καινοτομίας
      Η  πέμπτη κατηγορία   εμποδίων  για την παραγωγική απελευθέρωση της δημιουργικότητας   αφορά τους πολιτισμικούς παράγοντες της καινοτομίας.
     Η   τεχνική καινοτομία είναι συνυφασμένη με την οικονομία και την αναγνώριση των υλικών αναγκών και των αξιών μιας κοινωνίας-  την πρακτική της καθημερινής ζωής. Μπροστά στην παγκοσμιοποίηση της αγοράς, τα ΤΕΙ πρέπει να δώσουν στους σπουδαστές τους ευκαιρίες για σπουδές στον πολιτισμό και στις  αναδυόμενες ξένες γλώσσες. Καινοτομία δεν είναι μόνο η ανακάλυψη των δικτύων ψηφιακής επικοινωνίας για οικονομικές συναλλαγές με άλλους λαούς.  Καινοτομία  είναι και η ανακάλυψη του τρόπου σκέπτεσθαι  άλλων λαών  και πολιτισμών, η οποία κάνει εφικτή την κατανόηση των φόβων και των προσδοκιών τους και ενισχύει την αμοιβαία εμπιστοσύνη  για πολύπλευρη συνεργασία.
     Οι οικονομικές αποφάσεις δεν προσδιορίζονται  σήμερα με κριτήρια μόνο οικονομικά ή γεωπολιτικά, αλλά συγχρόνως με κριτήρια πολιτιστικά. Οικονομία, πολιτική και πολιτισμός αναπτύσσουν στην εποχή της παγκοσμιοποίησης  μια τριπολική διαλεκτική  σχέση. Τα ΤΕΙ πρέπει να προετοιμάσουν τους σπουδαστές τους γι’ αυτή τη σχέση.   
     Μέσα στο τρίγωνο «οικονομία-πολιτική-πολιτισμός»  βρίσκονται σήμερα σε αντιπαράθεση δύο εξελισσόμενες διαδικασίες. Από τη μια,  τα πολιτιστικά πρότυπα δέχονται την πρόκληση  της Επιστήμης να αποκαθαρθούν από προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες και να  επανακυρώσουν ελεύθερα την ταυτότητά τους στα πιο βαθιά θεμέλια του σκέπτεσθαι. Από την άλλη, δέχονται την επέλαση ενός ισοπεδωτικού πολιτιστικού πνεύματος  που  πάει  να αφανίσει τις  φυσιογνωμίες των πολιτισμών και να επιβληθεί βίαια διεθνώς.  Η αντίθεση αυτή βρίσκεται σήμερα στο προσκήνιο της παγκόσμιας ιστορίας, δημιουργώντας από τη μια  αισιοδοξία για το μέλλον, κι’ από την άλλη ανασφάλεια και βίαιες αντιδράσεις. Ενώπιον της κατάστασης αυτής, το πλεονέκτημα στην παγκόσμια σκηνή δεν βρίσκεται απλά στους οικονομικά και τεχνολογικά ισχυρούς,  αλλά και στους λαούς εκείνους που μπορούν να κατανοήσουν τους άλλους, να εμπνεύσουν  σεβασμό και να κερδίσουν  την εμπιστοσύνη τους.
     Βέβαια η κατανόηση αυτή δεν είναι μια εύκολη διαδικασία. Απαιτεί έρευνα στις ρίζες κάθε πολιτισμού και προπαντός μια σκέψη άδολη, απροκατάληπτη και πολυδιάστατη, που σήμερα είναι σπάνια αλλά όσο ποτέ αναγκαία[3].

ΙΙΙ
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
        Ζούμε  ακόμα την εποχή της τεχνικής[4], έγραφε ο Κώστας Αξελός∙ ο κόσμος της τεχνολογίας μόλις τώρα ξανοίγεται μπροστά μας. Ο κόσμος αυτός μας παραπέμπει ξανά στο ερώτημα «ποιοι είμαστε», «τί θέλουμε να είμαστε», «τί σημαίνει να είμαστε»;  Η σύγχρονη τεχνολογία- κινητήρια δύναμη  των εξελίξεων στην κοινωνία και τον πολιτισμό- μας προσφέρεται ως  μεγάλη πρόκληση αλλά κι’ ως ένας μεγάλος κίνδυνος. Για να επιβιώσει  βιολογικά και ηθικά ο σύγχρονος άνθρωπος,  πρέπει να βρει   τρόπο να διαχειρισθεί  έλλογα τη σχέση του με την τεχνολογία, την οποία  μέχρι σήμερα δεν  διαχειρίστηκε  με φρόνηση.   Η ευθύνη για το ζήτημα αυτό δεν ανήκει ασφαλώς μόνο στην αρμοδιότητα των φιλοσόφων, των επιστημόνων,  των οικονομικών παραγόντων και των πολιτικών. Η έλλογη διαχείριση της ανθρώπινης δημιουργικότητας και γνώσης γίνεται σήμερα ζήτημα  των πολιτών, και απαιτεί θεσμούς συμμετοχής  της κοινωνίας στην πολιτική για την τεχνολογία και την ανάπτυξη.
      Τα ΤΕΙ  πρέπει να προετοιμάσουν τους σπουδαστές τους γι’ αυτή την ευθύνη και τη σπουδή της σχέσης τεχνολογίας- κοινωνίας-πολιτισμού. Το γεγονός αυτό δεν προαπαιτεί απλά γνώση, αλλά  διάνοιξη χώρου για αναστοχασμό και  πνευματική όραση, για ωρίμανση της ευθύνης μας ενώπιον του Ανθρώπου. Αυτό είναι το «μέγιστο μάθημα», έγραφε ο Γ. Κυριαζόπουλος, και σ’ αυτό έγκειται σήμερα  η ευθύνη της φιλοσοφίας.  Το μάθημα αυτό θα μπορούσε «να κληθεί εξανθρωπισμός της Τεχνικής  ή φιλοσοφική αγωγή». Όπως  τόνιζε: «‘Ο,τι χρειάζεται σήμερον ο άνθρωπος είναι η συνείδησις της ιστορικής του στιγμής.[..]. ‘Ισως η φιλοσοφία ουδέποτε υπήρξεν εις το ανθρωπιστικόν της νόημα τόσον αναγκαία, όσον κατά την τρέχουσαν ώραν της ιστορίας»[5].
ΠΗΓΕΣ



[1] World Economic Forum (W.E.F), Global Competitiveness Report, 2004.
[2] Από τα αποτελέσματα της  έρευνας «Τεχνολογική Προοπτική Διερεύνηση στην Ελλάδα», που βρίσκονται καταχωρημένα στην  ιστοσελίδα  της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας.
[3] Μια τέτοια σκέψη μας κληρονόμησε ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός, για τον οποίο κυκλοφορούν ανάμεσά μας πλήθος παραμορφωμένες εικόνες. Μια πρόσβαση σ’ αυτή τη σκέψη επιχειρήσαμε με πρόσφατο άρθρο μας, ως μια συμβολή στην προσπάθεια για μια αυθεντική σύγχρονη ανάγνωση της ελληνικής φιλοσοφίας. Δες Κ. Τσιαντής,  «Ενώπιον του όντος- θεμελιώδεις τρόποι του νοείν στην κλασική φιλοσοφία»,  1ο  Παγκόσμιο Ολυμπιακό Συνέδριο Φιλοσοφίας: Φιλοσοφία, ανταγωνιστικότητα και αγαθός βίος,  Αθήνα-Σπέτσες, 27 Ιουνίου-4 Ιουλίου 2004. Περιλαμβάνεται στον 2ο τόμο των πρακτικών του συνεδρίου, που επιμελήθηκε ο καθηγητής φιλοσοφίας  Κ. Βουδούρης και εξέδωσε  η Διεθνής Εταιρεία Ελληνικής Φιλοσοφίας.
[4] Αξελός, Κώστας.  Από τη μυθολογία στην τεχνολογία, (μετφ. Κατερίνα Δασκαλάκη), Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα, Φυλλάδιο 9ο  , 1986.                                                                     
[5] Κυριαζόπουλος, «Το μέγιστον μάθημα»,  στο  Ενώπιον της τεχνικής, Αθήνα : Εκδόσεις. Γρηγόρη, 1971, σ.80. 

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

Κωνσταντίνα Τσιαντή-ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ



Η Προσχολική Αγωγή, επιστημονικά τεκμηριωμένα, θεωρείται σημαντική, στην διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα.
Επίσης στην εξελικτική πορεία του ανθρώπου, συνεισφέρει σε όλους τους αναπτυξιακούς τομείς όπως, στην γνωστική ανάπτυξη, την συναισθηματική, την κοινωνική, την ανάπτυξη του ήθους, την ψυχοκινητική, την αισθητική ανάπτυξη, στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, της δημιουργικής έκφρασης, και των δεξιοτήτων ορθών στάσεων και αξιών ζωής.
Συνεισφέρει στην προετοιμασία των παιδιών για την επόμενη βαθμίδα που είναι το Δημοτικό σχολείο και στην μεγιστοποίηση των δυνατοτήτων τους για σχολική επιτυχία, ανάπτυξη γνωρισμάτων της προσωπικότητας, όπως η αυτοπεποίθηση και η αισιοδοξία, η πρωτοβουλία και η επιμονή.
Ο Σκοπός του Νηπιαγωγείου είναι η διαπαιδαγώγηση, με την κατάλληλη και οργανωμένη παρέμβαση του -της νηπιαγωγού, μέσα σε ένα πλαίσιο αυτενέργειας και αυθόρμητης έκφρασης του παιδιού, με σκοπό να ανακαλύψει και να γνωρίσει τον κόσμο, να αναπτύξει τις αισθησιοκινητικές και ψυχοσωματικές του ικανότητες, να δημιουργήσει και να αναγνωρίσει συμβιωτικές σχέσεις και σχέσεις συνύπαρξης και να κάνει τα πρώτα βήματα στην ανάπτυξη και την δημιουργία της κοινωνικής συνείδησης. Είναι η ανάπτυξη της επικοινωνιακής του ικανότητας με τα υπόλοιπα παιδιά του σχολείου και με τους άλλους ανθρώπους.
Μέσα στους στόχους του Νηπιαγωγείου είναι η διαμόρφωση μιας κουλτούρας ενός πνευματικά και ηθικά κοσμοπολίτικου ανθρώπου. Οι πανανθρώπινες αξίες – αξίες ζωής, θα πρέπει να είναι μέσα στην διαπαιδαγώγηση με τρόπο βιωματικό, μέσα από ιστορίες και παιχνίδια και να εξελίσσονται καθώς το παιδί μεγαλώνει.
Το κοσμοπολίτικο ήθος αναφέρεται σε μια διεθνιστική ηθική, δίνει δηλαδή έμφαση στην ανάπτυξη των καθηκόντων των ανθρώπων απέναντι στην κοινωνία και απέναντι στην ανθρωπότητα για την διασφάλιση της παγκόσμιας ειρήνης, της δημοκρατίας, της αποδοχής του διαφορετικού, της ενσυναίσθησης, της αλληλεγγύης, της δικαιοσύνης και της ισότητας.
Στο παιδαγωγικό πλαίσιο δίνεται μεγάλη σημασία στην κοινωνικοποίηση, να καταφέρουν δηλαδή τα παιδιά μέσα από το ομαδικό παιχνίδι, το θεατρικό παιχνίδι, την ψυχοκινητική, να αναπτύξουν αυτοπειθαρχία και καλές συνήθειες με σεβασμό στον “ εαυτό τους “ και στους “ άλλους “. Αυτό σημαίνει όχι μόνο σεβασμός του “άλλου” ως προς της συμπεριφορά και μόνο από υποχρέωση, αλλά με έμπνευση και κυρίως από καθήκον, με στόχο όχι την εξάλειψη της διαφορετικότητας των ανθρώπων στο μέλλον, αλλά στην αλλαγή του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζουμε και “βλέπουμε” αυτή την διαφορετικότητα, όποια και αν είναι αυτή.
Παράλληλα προκειμένου να μπορέσουν οι λαοί να ξεπεράσουν τις ιστορικές τους μνήμες με περιόδους σύγκρουσης μεταξύ τους, θα πρέπει το σχολείο ξεκινώντας από το Νηπιαγωγείο, να συμβάλλει σε αυτό, με την κουλτούρα που προωθεί τη “ συγχώρεση “...
Ο κοσμοπολιτισμός επομένως αφορά τη σχέση του “ εμείς “ με τους “ άλλους “ και οραματίζεται την συναδέλφωση και την ειρηνική συμβίωση των λαών.
Βασικός σκοπός του Νηπιαγωγείου είναι η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης για την εξεύρεση λύσεων προβλημάτων στην καθημερινότητά τους καθώς και σωστών επιλογών που βελτιώνουν και κατοχυρώνουν την ποιότητα της προσωπικής και της κοινωνικής ζωής. Είναι η αγωγή και η διαμόρφωση κανόνων ζωής όπως είναι η γνώση της αξίας της σωστής διατροφής για την καλή υγεία και σωματική ανάπτυξη στην διάρκεια της ζωής, η ευθύνη της προσωπικής μέριμνας για την φροντίδα και υγιεινή του σώματος και του περιβάλλοντα χώρου.
Μέσα στον σκοπό του Νηπιαγωγείου είναι η η ευαισθητοποίηση των παιδιών σε περιβαλλοντικά θέματα για την δημιουργία μιας νέας άποψης και για την ανάπτυξη μιας υπεύθυνης συμπεριφοράς στα πλαίσια της προστασίας και της βελτίωσης του περιβάλλοντος. Είναι η ανάπτυξη και επέκταση των κοινωνικών τους ενστίκτων και των συμπαθειών σε όλα τα μέλη της βιοκοινότητας, έστω και αν διαφέρουν από αυτό κατά το γένος. Μια τέτοια θεώρηση των μη ανθρωπίνων όντων συντελεί στη διεύρυνση της ηθικής κοινότητας, εφόσον οι άνθρωποι αποδίδουν ηθική αξία σε άλλα είδη ζωής.
Επειδή ο άνθρωπος δεν επικοινωνεί με την φύση με τον ίδιο τρόπο που επικοινωνεί με τον άλλο άνθρωπο, (π.χ. μέσω της αμοιβαιότητας), αλλά με με μια μονόδρομη υπευθυνότητα του ανθρώπου προς την φύση, αυτό οδηγεί και σε μια βαθειά αλτρουϊστική συμπεριφορά προς τα άλλα όντα και αντικείμενα του φυσικού κόσμου.
Η παραπάνω αντίληψη αποτελεί τον πυρήνα της οικοκεντρικής προσέγγισης. (Η γη το σπίτι όλων ).
Το υπάρχον πλαίσιο προγράμματος σπουδών για το Νηπιαγωγείο προβλέπει σαν ρόλο του Νηπιαγωγείου την εκπαίδευση, με σκοπό την εκγύμναση των παιδιών, από αυτήν την ηλικία των 4 – 5 χρόνων, στις απαιτούμενες από την αγορά δεξιότητες.
Είναι κατηγορηματική η αντίθεσή μας για την εισαγωγή του Νηπιαγωγείου στην κατεύθυνση αυτή, καθώς επίσης και στη “σχολειοποίησή” του, καθότι η πρόωρη εκπαίδευση αποτελεί παραβίαση των ορίων του παιδικού ψυχισμού και των αναγκών της παιδικής ηλικίας.
Η μάθηση θα πρέπει να συμβαδίζει με τα στάδια της ψυχικής ανάπτυξης του παιδιού.
Στην προσχολική ηλικία, κυρίαρχη δραστηριότητα θα πρέπει να είναι το παιχνίδι, στην εξελιγμένη του μορφή, το θεματικό παιχνίδι, το οργανωμένο ομαδικό παιχνίδι, και όχι η εκμάθηση γραφής, ανάγνωσης και αρίθμησης. Δεν διδάσκεται η γλώσσα στο Νηπιαγωγείο, με τους κανόνες και της τεχνικές της γραμματικής αλλά με την αυθόρμητη και εξελισσόμενη, συμβολική αναπαράσταση των πραγμάτων και των σκέψεων του παιδιού. Ούτε “μαθαίνει” μαθηματικά το παιδί στο Νηπιαγωγείο. Αποκτά όμως την συνείδηση των σχέσεων των πραγμάτων, σε μεγέθη, αντιστοιχήσεις, οριοθετήσεις, σειριοθετήσεις, γνωρίζει τις γραμμές, τα σχήματα, τα χρώματα και άλλες ιδιότητες των πραγμάτων, όπως οι θέσεις αυτών στο χώρο. Στη φυσική, παρατηρεί τα φυσικά φαινόμενα, τις εξελίξεις μέσα στον χρόνο τις μεταβολές καταστάσεων της ύλης με πειράματα και με διαδραστικές δραστηριότητες.
Ο νεοφιλελευθερισμός σχεδιάζει, προτείνει και στοχεύει στο “μυαλό” των μικρών παιδιών από αυτή την ηλικία του Νηπιαγωγωγείου. Το “μυαλό” είναι ο στόχος....πάντα ήταν...
Θέλουν να “κάψουν” τον εγκέφαλο πριν καλά-καλά αρχίσει να σκέφτεται, να αντιδρά σε προκαθορισμένα ερεθίσματα με επίσης προκαθορισμένα αποτελέσματα.
Έχοντας αυτή ακριβώς την γνώση, θα πρέπει να σχεδιάσουμε την αποδόμηση αυτής της καταστροφής που επιδιώκουν. Στο κέντρο των ενέργειών μας πρέπει να έχουμε την ανάπτυξη της νόησης και του τρόπου λειτουργίας της, ώστε να μπορούν τα παιδιά να μαθαίνουν και τελικά να κρίνουν, να εκφράζονται δημιουργικά για το καλό το δικό τους και της κοινωνίας.
Θέλουν άβολα όντα..
Θέλουμε “μυαλά ανοιχτά”.
Και όπως είπε ο Ρήγας Φεραίος.. “Συλλογάται καλά, όποιος συλλογάται ελεύθερα”.

Κωνσταντίνα Τσιαντή
Νηπιαγωγός-Προϊσταμένη του 12ου Νηπιαγωγείου Βύρωνα


Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Κωνσταντίνα Τσιαντή- Επαναπροσδιορισμός του Αναλυτικού Προγράμματος του Νηπιαγωγείου

Επαναπροσδιορισμός του Αναλυτικού Προγράμματος του Νηπιαγωγείου στην κατεύθυνση της Κριτικής Ριζοσπαστικής Παιδαγωγικής

Μέσα στα πλαίσια της νέας πολυπολιτισμικής κοινωνίας υπάρχει ανάγκη επαναπροσδιορισμού του αναλυτικού προγράμματος στο Νηπιαγωγείο που να είναι ταυτόχρονα ενάντια σε πρακτικές που εγκλείονται στα στενά πλαίσια των συντηρητικών και τεχνοκρατικών προσεγγίσεων, ενάντια στο παγκόσμιο καπιταλισμό και τον νέο ιμπεριαλισμό.
Το πρώτο, απλό, βασικό ερώτημα που τίθεται για αυτόν τον επαναπροσδιορισμό είναι, τι σχολείο θέλουμε, τι ανθρώπους, και ποια αυριανή κοινωνία.
Η βασική ιδεολογία “το μέλλον του ανθρώπου είναι ο άνθρωπος”.
Τα παιδιά, οι αυριανοί πολίτες, θα είναι αυτοί που θα επηρεαστούν περισσότερο από τις ραγδαίες συνεχείς, αλλά και άγνωστες πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές αλλαγές. Η ευημερία των παιδιών και η κατά το δυνατόν καλύτερη χρήση του χρόνου και του χώρου τους πρέπει να αποτελέσει πρωταρχικό στόχο της κοινωνίας, η επίτευξή τους επηρεάζεται σημαντικά από το σχολείο.
Είναι δεδομένη η διαμορφωτική δύναμη που έχει το Αναλυτικό Πρόγραμμα, όπως και ο έλεγχος που ασκείται σε αυτό από την εκπαιδευτική πολιτική. Προτείνεται η δημιουργία ενός νέουΑναλυτικού Προγράμματος, που θα στοχεύει στην δημιουργία του καλύτερου μαθησιακού περιβάλλοντος και στην μεγιστοποίηση της αξιοποίησης του χρόνου των παιδιών στο Νηπιαγωγείο με σεβασμό στον άνθρωπο, στον πολιτισμό τους, τις ιδιαιτερότητες και την κουλτούρα τους.
Το Αναλυτικό Πρόγραμμα θα πρέπει να είναι η απάντηση της κοινωνίας στο στρατηγικής σημασίας ερώτημα για το εκπαιδευτικό μας σύστημα, τι είναι αυτό που αξίζει κάποιος να μάθει?
Ο σχεδιασμός ενός αναλυτικού προγράμματος προυποθέτει την δυνατότητα να δίνονται απαντήσεις στα εξής ερωτήματα...Τι χρειάζεται ένα παιδί για να ζήσει καλά?...να γίνει καλός και ενεργός πολίτης που θα συνεισφέρει στην κοινωνία?...να γίνει ένας άνθρωπος που θα είναι ευχαριστημένος με τον εαυτό του και ικανοποιημένος από την ζωή του?...να γίνει ένας παραγωγικός εργάτης?...να γίνει ένας καλός οικογενειάρχης?....
Το Αναλυτικό Πρόγραμμα χρησιμοποιείται ως μέσο κοινωνικού και πολιτικού ελέγχου, αλλά και της αναπαραγωγής ιδεολογίας.
Επομένως πρέπει να δημιουργηθεί ένα Αναλυτικό Πρόγραμμα όπου η διαφοροποίηση και οι εποικοδομητικές μέθοδοι θα είναι στο επίκεντρο της μαθησιακής διαδικασίας, ένα Ευέλικτο Παιδοκεντρικό Αναλυτικό Πρόγραμμα στην κατεύθυνση της Κριτικής Ριζοσπαστικής Παιδαγωγικής, ώστε να τεθούν οι βάσεις για την διαμόρφωση ελεύθερων προσωπικοτήτων, με ανεπτυγμένη κριτική σκέψη, καθώς και την δημιουργία παιδαγωγικού περιβάλλοντος για την καταπολέμηση των κοινωνικών και εκπαιδευτικών ανισοτήτων.
Η μεγάλη πρόκληση και το δώρο που έχει δοθεί σε αυτή την γενιά είναι η δυνατότητα να επανεξετάσει το νόημα και τη σημασία του “να είσαι άνθρωπος”. Στην παρούσα εποχή εναπόκειται στον άνθρωπο το να βρεί εκείνο τον συνδυασμό ελπίδας και δυνατότητας, μαζί με την πραγματικότητα που μας περιορίζει, να κάνει σωστές επιλογές και να πάρει σωστές αποφάσεις. Το νηπιαγωγείο επομένως αποτελεί την βάση αυτής της διαπαιδαγώγησης.
Αυτές οι δυνατότητες μπορούν να δοθούν μέσα από ένα Αναλυτικό Πρόγραμμα που θα ενθαρρύνει την ενεργητικότητα και την δημιουργία, από την παθητικότητα και την απροβλημάτιστη αποδοχή.
Στα πλαίσια μιας ηθικής διαπαιδαγώγησης , αποτελεί καθοριστική σημασία η αναζήτηση πηγών έμπνευσης οι οποίες θα συμβάλλουν στην διαμόρφωση και αναθεώρηση αντιλήψεων, κοσμοθεωριών, φιλοσοφιών, και γενικά στην ικανότητα συμμετοχής στον πολυδιάστατο κόσμο μας, αντιπαραθέτοντας και δημιουργώντας μέσα από τα ιδανικά του σεβασμού και της προαγωγής του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του.
Το Αναλυτικό Πρόγραμμα του Νηπιαγωγείου πρέπει να είναι μία σύνθεση ιδεών αλλά και πρακτικής. Θα πρέπει να συμπεριλάβει την ιδεολογία των ηθικών αξιών αλλά και των στάσεων εκείνων που υποστηρίζουν νέους τρόπους κατανόησης του κόσμου, με τρόπους που να νοηματοδοτούν την ύπαρξη του ανθρώπου.
Στους βασικούς στόχος του Αναλυτικού Προγράμματος θα πρέπει να είναι η ανάπτυξη της δυνατότητας των παιδιών να αντιμετωπίζουν διάφορες καταστάσεις και να παίρνουν ορθές αποφάσεις, να εργάζονται αρμονικά σε ομάδες, όπως και να δρούν μέσα στα πλαίσια διαφόρων καταστάσεων και συνθηκών και να αποκτούν δυνατότητες καλής προσαρμογής σε καινούργια δεδομένα.
Επίσης, η κατανόηση του εαυτού τους και των άλλων ανθρώπων (ενσυναίσθηση), η ενδοπροσωπική και διαπροσωπική νοημοσύνη, ο σεβασμός της ιδιαιτερότητας και της απόκλισης ως αξίας, η προαγωγή της συνύπαρξης, της συμμετοχής, της αλληλεγγύης, της ισότητας, της επικοινωνίας, και της δημοκρατίας, της ανεξαρτησίας της γνώμης και της ανάπτυξης της κριτικής σκέψης.
Όλα αυτά συντελούν στην αυτοπραγμάτωση, στην ανάπτυξη του παιδιού ως ιδιαίτερου και ταυτόχρονα μοναδικού, στην καλλιέργεια της δημιουργικότητάς του, ενσωματώνοντας στοιχεία της δημοφιλούς κουλτούρας, δηλαδή του θεάτρου, της μουσικής, της προφορικής ιστορίας, της διήγησης, που μπορούν να αναπτύξουν την κοινωνική και πολιτική συνείδηση των παιδιών.
Ταυτόχρονα θα πρέπει να επιδιώκεται η συναισθηματική και γνωστική ανάπτυξη, και αυτή των εκφράσεων και της φαντασίας, της χωροχρονικής εμπειρίας στην κατανόηση του κόσμου, της διαπραγμάτευσης για το πως είναι η πραγματικότητα και πως βιώνεται και το περιεχόμενο θα πρέπει να έχει προσωπικό νόημα για τον κάθε μαθητή.
Το Αναλυτικό Πρόγραμμα να εφαρμόζεται με την συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων στην μαθησιακή διαδικασία και διαπαιδαγώγηση για την ολοκλήρωσή του. Αυτό επιτυγχάνεται με την αλληλεπίδραση και την ενότητα σκέψης, των συναισθημάτων και της δράσης. Επίσης με ότι έχει σχέση με την ζωή των παιδιών και των ενδιαφερόντων τους, και με την υπαρξιακή σημαντικότητα του περιεχομένου, με έμφαση στο τι συμβαίνει στην ώρα της μαθησιακής διαδικασίας.
Οι νηπιαγωγοίδεν θα πρέπει να αγνοούν τις πηγές έμπνευσης από την καθημερινότητα της τάξης, της κοινωνίας και της κοινότητας. Άνθρωποι απλοί, καθημερινοί συμβάλλουν με τον δικό τους μοναδικό τρόπο ως πρότυπα και καλό είναι να ενθαρρυνθούν από τους νηπιαγωγούς να επισκεφτούν τις τάξεις, να συμμετέχουν σε σχολικές δραστηριότητες, να προβάλουν τις ιστορίες τους και να είναι διαθέσιμοι για συζήτηση με τα παιδιά.
Ένας άλλος άξονας του Αναλυτικού Προγράμματος του Νηπιαγωγείου θα πρέπει να είναι η ενσωμάτωση ιδεών, αξιών και συναισθημάτων, για την δημιουργία υπεύθυνης περιβαλλοντικής συμπεριφοράς και για την ανάπτυξη του φιλοπεριβαλλοντικού ήθους με ολιστικές παιδαγωγικές προσεγγίσεις και με την συναισθηματική ενεργοποίηση και την ταυτόχρονη γνωστική ανάπτυξη για την διαμόρφωση φιλοπεριβαλλοντικών στάσεων και συμπεριφορών των αυριανών πολιτών και στην ενίσχυση της φιλοπεριβαλλοντικής δράσης.
Όλα τα πιό πάνω θα γίνουν πραγματικότητα σε ένα Δημοκρατικό Δημόσιο Νηπιαγωγείο χωρίς αποκλεισμούς, ανοιχτό προς την κοινωνία, το οποίο θα προάγει Δημοκρατική Παιδεία, ισότιμα σε όλα τα παιδιά και θα διαμορφώνει πολίτες με ήθος και Δημοκρατικό Πνεύμα.
Βασικός σκοπός και στόχος του Αναλυτικού Προγράμματος του Νηπιαγωγείου θα πρέπει να είναι η παροχή στα παιδιά “ ποιοτικής “ γνώσης η οποία προέρχεται από την κοινωνία, διαμεσολαβείται από την κοινωνία και απευθύνεται στην κοινωνία. Είναι η γνώση που προετοιμάζει τα παιδιά για την ζωή με κατάκτηση στάσεων, συμπεριφορών και δεξιοτήτων αυτοελέγχου και αυτοκατεύθυνσης της γνώσης (μεταγνωστικές δεξιότητες). Την γνώση που προωθεί την καινοτόμο πρακτική και την ανάπτυξη της δια βίου μάθησης, ενώ καλλιεργεί την σκέψη, την κριτική, στοχαστική, αναστοχαστική και δημιουργική.
Για τον ορισμό της “ ποιοτικής “ γνώσης είναι απαραίτητο να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη η επικρατούσα φιλοσοφία και οι προτεραιότητες της συγκεκριμένης κοινωνίας στην οποία δημιουργείται το αναλυτικό πρόγραμμα χωρίς να περιθωριοποιούνται και να εξοστρακίζονται οι ιδιαιτερότητες του συνόλου των τάσεων και των ροπών που την συγκροτούν, σε συνδιασμό με τα πορίσματα των ερευνών της ψυχολογίας της μάθησης.
Επίσης βασική προτεραιότητα του Αναλυτικού προγράμματος θα πρέπει να αποτελεί η διαφοροποίηση της διδασκαλίας-μάθησης σε τάξεις μικτής ικανότητας. Αυτό είναι η βάση για ένα σχολείο για όλα τα παιδιά χωρίς αποκλεισμούς.
Η χρήση της τεχνολογίας τόσο από τα παιδιά όσο και από τους νηπιαγωγούς στη μαθησιακή διαδικασία είναι απαραίτητο στοιχείο σε ένα σύγχρονο σχολείο. Τα παιδιά θα πρέπει να εξοικειώνονται με την χρήση των ηλεκτονικών υπολογιστών για την αυτομόρφωσή τους, ενώ μέριμνα πρέπει να ληφθεί όσον αφορά τις παρενέργειες που μπορεί να έχει η πρόσβαση σε δεδομένα και πληροφορίες αναληθείς ή παραπλανητικές.
Στις μέρες μας οι οποίες χαρακτηρίζονται από την οικονομική κρίση του καπιταλισμού, χρειάζεται ένας νέος πολιτικός και παιδαγωγικός διεθνισμός. Είναι η εποχή κατά την οποία το δίπολο νεοφιλελευθερισμός – νεοσυντηρητισμός συνεχίζει να προβάλλεται σαν μονόδρομος σε παγκόσμια κλίμακα.
Είναι επιτακτικά αναγκαίος, ένας νέος διεθνισμός της θεωρίας και της πρακτικής ,που θα έχει σαν κεντρικό στόχο τον ριζικό μετασχηματισμό των κοινωνικών και πολιτικών δομών, των εκπαιδευτικών συστημάτων και των παιδαγωγικών πρακτικών.
Είναι αναγκαίο αυτός να ξεκινήσει από την βασική και τόσο σημαντική βαθμίδα αγωγής και μάθησης των παιδιών, αυτή του Νηπιαγωγείου.

Κωνσταντίνα Τσιαντή
Νηπιαγωγός-Προϊσταμένη του 12ου Νηπιαγωγείου Βύρωνα